United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!

Και τότε θα φανή η ανοησία μου, θα κοκκινίσω, θα τα χάσω, θα κοντεύση ο ανασασμός μου, η φωνή μου θα πιασθή, και θα φανώ ανόητος. Κρίμα σ' εμένα! Καλλίτερον, χίλια μερτικά ή καλλίτερον, είνε να την πω, Αϊμά αδελφή μου! Αλλά σαν μου πη έξαφνα, εσύ δεν συνειθίζεις να με λες, Αϊμά αδελφή σου.

Ποιος κάθισε να συλλογιστή ταπέραντο το χασομέρι, ταπέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθη μια γραμματική και να μάθη μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθη, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείση μάνι μάνι, και να πάη στους δασκάλους να πη. Φτάνει σας πια, το παραξηλώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας.

Λέγω λοιπόν εγώ ότι μολονότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες, εν τούτοις ο Έρως, εάν επιτρέπεται να το ειπή κανείς χωρίς κρίμα, είνε ο ευδαιμονέστατος αυτών, ως ων ο ωραιότατος και ο άριστος. Είνε δε ο ωραιότατος διά τους εξής λόγους. Πρώτον είνε ο νεώτατος των θεών, Φαίδρε.

Αλήθεια κρίμα! είπαν κ' οι άλλοι. — Μα θαρρώ, αφεντικό, τη Δόξα την έκαναν πάντα με φτερά οι παλιοί μας· είπε θαρρετά ο Κουτρουμπής, λυπημένος για την απάτη του. — Με φτερά ναι· είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας θέση διδάχου· μα ο παππούς μου της τάκοψε για να την αναγκάση να μείνη πάντα μαζί μας. — Και το κατάφερε ; — Η ιστορία λέει όχι· μα εγώ δεν το πιστεύω.

Κρίμα που δεν μπορώ να παινέψω κ' εγώ τα λόγια σου· την έκοψε ο Δημητράκης. Γιατί εσύ τόσο στοχαστική να μιλάς έτσι αστόχαστα; Ξέρω πως δεν τα πιστεύεις αυτά που λες· κ' έχεις δίκιο να μην τα πιστεύης. Όχι εσύ· εγώ κερδίζω μ' αυτόν το γάμο. Κι όχι μόνον εγώαν ήταν για μένα, δε θα φρόντιζα τόσο. Ο σκοπός μας κερδίζει, η γενιά μας.. . .

Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά, συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα!

Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος, κ' επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μην πατή τα κηρία, γιατί είνε κρίμα.

Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.

Ήτον, ως σας είπα, Παρασκευή και, εις το ευσεβές τραπέζι μου δεν είχα παρά μόνον κοκκινογούλια και σκορδαλιάν. Έτρωγε και εζήτει και άλλην, κράζουσα από καιρόν εις καιρόν «Τι νόστιμον φαγητόν! κρίμα να βρωμά τόσον! δεν ημπορείτε να κάμετε σκορδαλιάν χωρίς σκόρδον;».