United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θάλασσα επάνω άρχισε να σιγοτρέμη και να κυματίζη σκοτεινογάλαζη τόρα, κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Ούτε βουτηχτής ούτε ο ανασασμός του εξεχώριζε πουθενά. Ένα ήταν το κύμα και μια η άρμη του. Σείσμα και τάραχον έβγαζε το μεγαθήριο, λέγεις κ' ήθελε να κρύψη επίβουλα το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του.

Ο καπετάν Πήλιουρης που λέγουν οι Κρανιδιώτες πως εβγήκε από τον τάφο και γυρίζει περιπλανώμενος στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάστασι. Εφουσκώσαμε τόσο κ' εμαυρίσαμε που δεν εγνώριζεν ένας τον άλλον! Τα μαλλιά του κεφαλιού μας, τα μουστάκια, τα γένεια εσκλήρυναν σαν αγκάθια· ο ανασασμός δροσόπαγο εκαθόταν απάνω μας.

Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τονε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση απομέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφερωσύνη απέξω.

Και πρώτη φορά ένα μαγνητικό ρευστό χύθηκε απ' άκρη σ' άκρη στο κορμί της και φούντωσε το αίμα της. Για μια στιγμή της ήρθε λιγοψυχιά. Ο ανασασμός της έγινε δύσκολος· τα μέλη της βάρυναν και χαλαρώθηκαν. Έμοιαζε ολόγυμνο κορμί παραδομένο στου ήλιου τα φλογερά φιλήματα.

Ήσυχος είταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της. Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολυγερή και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν ταγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τάβγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε. Πολλά, θα μου πης, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα.

Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!

Στο κρυό ταγέρι του βουνού καπνίζει ο ανασασμός του, Λες ότι από το στόμα του ορμούν και ξεθυμαίνουν Σαν από βράχου σχισματιά η ακοίμηταις η φλόγαις, Όπου κρυφόβραζαν βαθειά ’ς του γένους μας τα σπλάχνα. Πανουριάς και Πανουργιάς Ξηροτύρης το επώνυμον.

Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. 90 Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.

Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα.

Και τότε θα φανή η ανοησία μου, θα κοκκινίσω, θα τα χάσω, θα κοντεύση ο ανασασμός μου, η φωνή μου θα πιασθή, και θα φανώ ανόητος. Κρίμα σ' εμένα! Καλλίτερον, χίλια μερτικά ή καλλίτερον, είνε να την πω, Αϊμά αδελφή μου! Αλλά σαν μου πη έξαφνα, εσύ δεν συνειθίζεις να με λες, Αϊμά αδελφή σου.