Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


« Και ρίχνονται όλοι μαζή, » Και λες θα το χασμώσουν. » Αλλά σαν το ηφαίστειο » Της Αίτνας, όταν βγάνη » Ταις φλόγαις, έτσι ανάλαμψε » Κ' εβόγγισε το χάνι, » Και βόλια πέταξαν ζεστά, » Τους Τούρκους να βουλήσουν

Στο κρυό ταγέρι του βουνού καπνίζει ο ανασασμός του, Λες ότι από το στόμα του ορμούν και ξεθυμαίνουν Σαν από βράχου σχισματιά η ακοίμηταις η φλόγαις, Όπου κρυφόβραζαν βαθειά ’ς του γένους μας τα σπλάχνα. Πανουριάς και Πανουργιάς Ξηροτύρης το επώνυμον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ω Άγγελοι του Υψίστου, σεις φυλάξετέ μας! — Μακάριον είσαι πνεύμα, είτε κολασμένο, πνοαίς ουράνιαις φέρνεις, είτε φλόγαις Άδου, έχεις προαίρεσιν καλήν είτε ολεθρίαν, με σχήμα τόσο αξιομίλητον εφάνης, ώστ' εγώ θα σου κρίνω· και σου λέγω, Αμλέτε πατέρα μου και των Δανών ω βασιλέα! Α! δος μου απόκρισιν!

Φλόγαις, φωτιαίς, και λαύραις, Με αναστενασμούς, Μες την καρδιά του ανάφτει Δεινούς παραδαρμούς, Δάκρυα, κλαϋμούς, και πάθια, Βαριά του προξενάει, Και με μυρίους τρόπους Τον κατατυραννάει. Τον βλέπει στα δεσμά του, Τους πόνους τον θωρεί, Και να τους αβγατήση Το πως ζητάει ναυρή. Μ' αυτά τα άρματά του Και με πολλήν ορμή, Σημάδεψε κι' εμένα Να κάμη δοκιμή.

ΠΝΕΥΜΑ Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω καταδίκηντην γην την νύκτα να πλανώμαι, και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω , ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη κρίματαταις ημέραις της φθαρτής ζωής και αν άνωθενεμέ δεν ήτο εμποδισμένο να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου, ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν, 'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη, τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα, εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν, ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου· αλλάαυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου.

Α! ξεύρω όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη! Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην, σβυμένατην στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο, ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις. Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν τόσο εύκολατο εξής· της συναναστροφής σου συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης, να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις.

Για να γυρίσω 'θέλησα. Ήμουν προχωρημένος. Έκαμα τέλος 'πόφασι, Να καταβώ ακόμα. Κατέβηκα· και Δαίμονα Βλέπω, από το στόμα Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα Αχνός, δειλός, σκιαγμένος. Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι! Σκιάζομαι μη με κάψη Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν Απ' το βαθύ του στόμα. Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό Μου άλλαξε το χρώμα, Και την καρδιά μου άρχισεν Ο φόβος να την βάψη. Εκείνος φεύγει.

Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ. Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Πού θα με πας; Ομίλει· δεν θα προχωρήσω. ΠΝΕΥΜΑ Πρόσεχε. ΑΜΛΕΤΟΣ Θα προσέχω. ΠΝΕΥΜΑ Προσεγγίζ' η ώρα 'πούταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω τον εαυτόν μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! καϋμένο Πνεύμα! ΠΝΕΥΜΑ Όχι, να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης ό,τι θα φανερώσω. ΑΜΛΕΤΟΣ Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν