Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι.
Για να γυρίσω 'θέλησα. Ήμουν προχωρημένος. Έκαμα τέλος 'πόφασι, Να καταβώ ακόμα. Κατέβηκα· και Δαίμονα Βλέπω, από το στόμα Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα Αχνός, δειλός, σκιαγμένος. Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι! Σκιάζομαι μη με κάψη Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν Απ' το βαθύ του στόμα. Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό Μου άλλαξε το χρώμα, Και την καρδιά μου άρχισεν Ο φόβος να την βάψη. Εκείνος φεύγει.
Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά.
Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας, ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον. Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ.
Τι θ' απογίνη μέσα στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, εκείνος που εδόθηκε μιαν ημέρα με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάση τον δρόμο πορφυρόστρωτο για να γυρίση στην πρώτη του πηγή ή θα βάψη με το αίμα του τ' αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πλέον στα λόγια των Προφητών.
Πού λοιπόν υπάρχει το τερπνόν εις αυτά, εκτός αν είνε κανείς εντελώς ανόητος, ώστε να ευχαριστήται με τοιούτους επαίνους, των οποίων το ψεύδος είνε προφανές; Οι τοιούτοι ομοιάζουν με τους ασχήμους ανθρώπους, μάλιστα δε τα άσχημα γύναια, τα οποία παραγγέλλουν εις τους ζωγράφους να τα εξωραΐζουν εις την εικόνα των• διότι νομίζουν, ότι πραγματικώς θα εξωραϊσθούν, αν ο ζωγράφος βάψη τας παρειάς των με περισσότερον κόκκινον και μεταχειρισθή περισσότερον λευκόν χρώμα.
Τον εργάτη τον έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο. — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο. — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα. — Έχει — δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
Λαλούν η πέρδικες, γλυκά κι' ο ήλιος ’ς τη χαρά του Απλόνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης Τα παρδαλά τα στήθια τους κι' αυταίς αναγαλλιάζουν. Κατάκορφα ’ς τον ουρανό πετιέται κι' ο πετρίτης Ταητού πρωτοπαλλήκαρο, να βάψη τα φτερούγια Μες ’ς τον αθέρα της αυγής πριν έβγη ’ς την παγάνα.
Αι σκέψεις του προκειμένου Μονολόγου, αν και φαίνεται να έχουν μόνον καθολικήν έννοιαν, όμως λαμβάνουν την αφορμήν από την συγκεκριμένην θέσιν του Αμλέτου, εις τον οποίον η ζωή έγινεν αφόρητος, τυραννική, από την στιγμήν οπού είδε την διαφθοράν και το έγκλημα ενθρονισμένα εις τα άδυτα της οικογενείας· αλλά πλέον μισητή θα καταντήση δι' αυτόν η ζωή άμα βάψη τα χέρια του εις το αίμα, άμα κάμη πράξιν εις την οποίαν διά λόγον εις αυτόν ανεξήγητον βλέπει τον όλεθρον της ηθικής του υπάρξεως· όθεν ενώ προαισθάνεται ότι κατόπιν της πράξεως δεν θα δυνηθή να υπομείνη τον πόνον της καταστάσεώς του και θα αναγκασθή να εγκαταλείψη ζωήν άσκοπον και ματαίαν, έρχεται ο τρόμος του αγνώστου της άλλης ζωής και παραλύει την τάσιν του προς την ενέργειαν, και τούτο είναι νέος λόγος δια να τον σταματήση έμπροσθεν του βαράθρου της φονικής εκδικήσεως.
Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν