United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ κατελήφθη υπό αδημονίας και με συνεσπασμένον υπό της οργής πρόσωπον είπεν: Εφαντάζεσο ότι έμελλα να αρνηθώ την επιθυμίαν μου διά να μένω εδώ και να την βλέπω; Αλλά δεν θέλω πλέον να την λάβω διά της βίας . . . Αν αύτη με εγκαταλείψη, με την χείρα αυτήν την υγιά θα αποσπάσω τους επιδέσμους από τον βραχίονά μου . . . Δεν θα λάβω τροφήν, διά να αποθάνω εκ της πείνης.

Η Ποππέα ελιποθύμησε και όλοι ήκουσαν τον Καίσαρα να λέγη: «Εβαρύνθην πλέον αυτό το έκτρωμα, το καταδικασμένον εις θάνατον». Και ούτω μεριμνώσα περί της ιδίας της δυστυχίας, θα εγκαταλείψη ίσως την κατά σου και της Λιγείας εκδίκησιν. Θα την ίδω απόψε και θα της ομιλήσω. Ο Βινίκιος ηρώτησε: — Έκαμαν λόγον περί της ημέρας των θηριομαχιών; — Θα γίνουν εντός δέκα ημερών.

Τότε ο βασιλεύς διήρεσε τον λαόν εις δύο μοίρας, έπειτα έρριψε κλήρον ποία να μείνει και ποία να εγκαταλείψη την χώραν, κηρύξας εαυτόν αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μείνει και καθιστών αρχηγόν εκείνων οίτινες ήθελον μεταναστεύσει τον υιόν του Τυρρηνόν.

Η επαύριον του Μεγάλου Πάσχα, η 5 Απριλίου του 622, ωρίσθη διά την έναρξιν της εκστρατείας. Κατ' εκείνην την ημέραν ο αυτοκράτωρ ηγούμενος του μικρού του στρατού έμελλε να εγκαταλείψη την πρωτεύουσαν. Η αγγελία της αναχωρήσεως του αυτοκράτορος διαδοθείσα εις την πόλιν συνεκίνησε μεγάλως τον λαόν.

Πανταχόθεν το άπειρον πλήθος έτρεχεν εις τα ανάκτορα και επολιόρκει τας πύλας και με τας χείρας υψωμένας προς τα παράθυρα και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς εξώρκιζε τον αυτοκράτορα να μη τον εγκαταλείψη. Οι δε τολμηρότεροι προέτειναν να κρατήσουν διά της βίας τον αυτοκράτορα.

Διότι πολύ ολιγώτερον υπό τας όψεις του αγαπωμένου παρά κάθε άλλου θα ήτο δυνατόν ένας εραστής να καταλίπη την τάξιν του ή να πετάξη τα όπλα, και προ τούτου θα επροτίμα όχι ένα, αλλά πολλούς θανάτους, κανείς δε βέβαια δεν θα ήτο τόσον άνανδρος ώστε να εγκαταλείψη τον αγαπώμενον ή να μη τον βοηθήση κινδυνεύοντα, ένθεος γινόμενος προς αρετήν υπό του Έρωτος, εις τρόπον ώστε να είνε όμοιος προς τον εκ φύσεως ανδρειότατον.

Ο Ηράκλειος απεβιβάσθη, εις την πόλιν εν μέσω των ευφημιών του λαού και επρόσφερε την βασιλείαν εις τον εκ θυγατρός γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον, ο οποίος είχεν εγκαταλείψη τον πενθερόν του και είχε προσχωρήση προς τον Ηράκλειον διά να σώση το κράτος, καθώς έλεγεν, από τον τύραννον και να τιμωρήση τον φονέα του Μαυρικίου και των τέκνων του και όχι διά να απαιτήση διάδημα και πορφύραν.

Και εάν αποτύχη εις ταύτην του την επιθυμίαν, αφού θρηνήση διά τας δυστυχίας του, θα ποθήση ίσως τον καιρόν, κατά τον οποίον εφθονούσε την ευτυχίαν μας· αλλά θα είναι αργά, εάν μας εγκαταλείψη και δεν συμμερισθή τους κοινούς κινδύνους προσηλούμενος εις τους λόγους και όχι εις τα έργα· διότι λόγω μεν θα σώση την ημετέραν δύναμιν, πράγματι δε εαυτόν.

Η δε Χειλωνίς τόσον ηγάπα τον γέροντα πατέρα της, και τόσον συνεκινήθη υπό της δυστυχίας αυτού, ώστε απεφάσισεν αμέσως να εγκαταλείψη και τον βασιλέα σύζυγόν της, και όλας τας βασιλικάς τιμάς, πενθηφορούσα δε και με λυμένην κόμην να τρέξη εις τον ναόν, διά να συνικετεύση μετά του πατρός της και παρηγορήση αυτόν εις την δυστυχίαν και απομόνωσίν του.

Οι συγγενείς δε νοιάζονταν για εκείνες, αντίθετα, τις υποτιμούσαν και τις απέφευγαν. Δεν τα κατάφερναν παρά μόνο στις δουλειές του σπιτιού και ούτε που γνώριζαν το κτηματάκι, τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους. «Θα μείνω άλλον ένα χρόνο στην υπηρεσία τους», είχε πει ο Έφις, παρακινούμενος από συμπόνια για την εγκατάλειψή τους από όλους. Και έμεινε είκοσι χρόνια.