United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χ., έφθασε μετά του στόλου εις την δυτικήν άκραν της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ήτο το Επταπύργιον. Πλησίον εκεί εις τον όρμον της Σοφίας συνεκροτήθη την επομένην ημέραν αιματηρά ναυμαχία μεταξύ του στόλου του Ηρακλείου και του στόλου του Φωκά. Κατά την ναυμαχίαν εκείνην ο Ηράκλειος έδειξεν έξοχον ανδρείαν και εκτεθείς προσωπικώς εις μεγίστους κινδύνους εκέρδισε τελείαν νίκην.

Όταν ο Ηράκλειος ανήλθεν εις τον θρόνον, η κατάστασις του κράτους ήτο εις άκρον αθλία. Κατά τα οκτώ έτη της αιματηράς κυβερνήσεως του Φωκά πάσα τάξις είχεν εκλείψη εις το κράτος. Το σύστημα ηγεμόνος ακολάστου κυβερνώντος διά της βίας και της σφαγής είχε καταβάλη το φρόνημα των υπηκόων και είχε διαφθείρη τα ήθη.

Ο Ηράκλειος απεβιβάσθη, εις την πόλιν εν μέσω των ευφημιών του λαού και επρόσφερε την βασιλείαν εις τον εκ θυγατρός γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον, ο οποίος είχεν εγκαταλείψη τον πενθερόν του και είχε προσχωρήση προς τον Ηράκλειον διά να σώση το κράτος, καθώς έλεγεν, από τον τύραννον και να τιμωρήση τον φονέα του Μαυρικίου και των τέκνων του και όχι διά να απαιτήση διάδημα και πορφύραν.

Μετά την καταστροφήν του στρατού της Συρίας είς μόνος ακόμη υπήρχε στρατός εις την Ασίαν, ο προς άμυναν της Μικράς Ασίας σταθμεύων εις την Καισάρειαν. Αρχιστράτηγον αυτού διώρισεν ο Ηράκλειος τον γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον. Εν μέσω τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων ο Ηράκλειος εσκέφθη να συνάψη ειρήνην έντιμον προς τον κινδυνωδέστερον των πολεμίων, τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην.

Ο καιρόςτον ΜάστορηΜαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! ΣκοτάδιΠίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμητην πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο.

Αλλ' εν τω μεταξύ ο νέος Ηράκλειος εβάδιζε προς την πρωτεύουσαν, διότι ο πατήρ του, παρακαλούμενος θερμώς από την Σύγκλητον, είχεν αποφασίση επί τέλους να στείλη τον υιόν του εις την πρωτεύουσαν. Δύο ήρωες εκίνησαν συγχρόνως από την Αφρικήν διά να λυτρώσουν το κράτος από τας χείρας του Φωκά.

Μας σπάζει το πρυμνιό τσιμπούκι με το φλέσι και κρεμνιέται και παραδέρνει σαν ξεμανίκωτο χέρι. Μετά πολλά ξανοίξαμε κατά την Μεγάλη Λήμνο. Τα κύματα βουνά! Και σου καταιβάζει κάτι κύματα τ' Άινόρος! Θεέ Δημητρίου! Μετά τα μεσάνυχτα όλοι αποκάμαμε. Ήμουνατο τιμόνι. Γυρίζω, τίποτε. Δεν τ' άκουε το τιμόνι πλεια. Βρε για το Θεό, καπετάν Φώκα. Λέγωτον καπετάνιο.

Έγινε αγνώριστη η Πόλη από τη φωτιά, από τις φωνές, από τις ληστείες κι από τους φόνους. Ο Ιουστινιανός, η Θεοδώρα, ο Βελισάριος, και μερικοί Σενατόροι και Στρατηγοί, μνήσκανε κλεισμένοι μες στο παλάτι. Δεν είταν αυτοί και καλά γυμνασμένοι. Είχανε στείλει λοιπό να φέρουνε στρατό από τα περίχωρα. Τους παύει λοιπόν και τους δυο, και διορίζει έπαρχο της Αυλής το Φωκά, και Κοιαίστορα το Βασιλείδη.

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνοτον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμετα πανιάώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.

Εις την Αφρικήν ευρίσκομεν τον πατέρα Ηράκλειον ότε υπό την αθλίαν κυβέρνησιν του αυτοκράτορος Φωκά εκινδύνευε το κράτος τον έσχατον κίνδυνον. Ο Ηράκλειος εκ της γυναικός του Επιφανείας είχε τρία τέκνα, τον Ηράκλειον, τον Θεόδωρον και την Μαρίαν. Ο υιός του Ηράκλειος εγεννήθη και ανετράφη εις την Καππαδοκίαν, έτυχε δε ανατροφής και παιδεύσεως χριστιανικής επιμελεστάτης.