United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάθου, και σιώπαινε·τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοιτον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.

Ν' ασπρίσης 'σαν τον Όλυμπο, 'σάν τάσπρο περιστέρι, σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα καλοκαίρι!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πες μου, για όνομα της γης: ο Ζευς λοιπόν που άρχει στον Όλυμπο . . . ΣΩΚΡΑΤΗΣ Καλέ ποιος Ζευς; βλακείες! δεν υπάρχει. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι λες εσύ;! τότε λοιπόν ποιός βρέχει; να λοιπόν αυτό απ' όλα πειο προτήτερα να μου εξηγήσης σου ζητώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αυτές λοιπόν, και ημπορώ να στ' αποδείξω στο φτερό, μα και με δείγματα τρανά. Μα πες μου τότε ποιος βροντά, που τρέμω εγώ;

Αυτά 'πε καιτον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 «Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».

Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας, Ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης, Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι Με τον ψυχοπατέρα του το Βλάχο το Θανάση, Λειοντάρια που δεν άφιναν τον άδηησυχία. Ο Λιάκος απ' τον Όλυμπο. Εκεί κι' ο Κοντογιάννης Που γύρευε συχώρεση να πάρη για το Μήτζο.

«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, 'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι• όμοιατον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία• αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75

Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίαςμήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο! Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι.

Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζεικαι τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε!

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.