United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κινώντας προς αυτόν διά να τον φθάσω, ιδού και ακούω οπίσω μου μίαν φωνήν, που με έκραξε, καρτέρει, ω Βεζύρη, καρτέρει. Εγώ δε ευθύς σταματώ το άλογον, και στρέφω να ιδώ, και βλέπω τον βασιλέα που βγαίνει από το κάστρον με τα μάτια φλογερά, και με το σπαθί εις το χέρι. Τρέχει προς εμέ με μεγάλην βίαν και μου λέγει.

Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, η Αντίκλεια, κόρη του υψηλούτο φρόνημ' Αυτολύκου• 85 την είχ' αφήσειτην ζωή, κινώντας για την Τροία. άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάσητο αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.

Όχι! ... όχι!... εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε. — Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος. Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε.

Αυτά 'πε καιτον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 «Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».

Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνέςκακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.

Κάτι επίβουλο και βδελυρό, του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμη στα μάτια μου. — Τι βοριάς και θρακιάς μου λέτ' εμένα!... τι βοριάς και θρακιάς!... είπεν ο Χούρχουλας κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου που σας το λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι. — Αμ ποιοι τις κάνουν; — Ποιοι τις κάνουν; Εγώ να σας πω.

Θ' ακολουθήσω το θέλημα εκεινού που μ' έπλασε. Άνθρωπε, δημιουργέ, παράλαβέ μου το πνεύμα! Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα, ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορίαοι εργάτες. Μιλούνε κινώντας τη γροθιά τωνσα να δουλέβουν.

Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Και λέγοντας αυτά το Τελώνιον ευθύς έγινεν άφαντον. Ο ψαράς απεφάσισε να φυλλάξη την παραγγελίαν του Τελωνίου απαράλλακτα· και κινώντας προς την πολιτείαν έκαμε διαφόρους στοχασμούς εις όσα του συνέβησαν και φθάνοντας εις την πόλιν επήγε κατ' ευθείαν εις το παλάτι το βασιλικόν, διά να προσφέρη εις τον βασιλέα ως δώρον τα ψάρια του νέου κυνηγίου του.

Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, καιτα καράβια πήγαν Τον ηύραντο καράβι του σιμά καιτην σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.