United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν πάθουμε αυτό το κακό που λέωκαι σας βεβαιώνω πως θα προσπαθήσουμε να μην το πάθουμετι θα κάμετε, παρακαλώ ; Θα ραντίσετε με λίγα δάκρυα τους τάφους των Ευμορφόπουλων και θα γυρίσετε στο άλλο πλευρό. — Αχάριστε! του φώναξε με αγανάχτηση ο Αριστόδημος σφίγγοντας τα δόντια του. Σ' αυτούς τα λες που μας αγαπούνε τόσο; — Κακομοίρη! τι αγαθός που είσαι! είπε ο Δημητράκης με λύπη.

Όχι! ... όχι!... εφώναξε ο Περαχώρας, κινώντας το κεφάλι του αρνητικά· μην το λέτε αυτό· δεν κάνει να το λέτε. — Είνε ασέβεια, εψιθύρισε ο Γκενεβέζος. Ο Αριστόδημος έμενε ακίνητος με μάτια γουρλωμένα σα να είχε πάθει αποπληξία. Η αγανάχτηση που έβραζε στα στήθη του έκανε κατακόκκινο το σύζαρο πρόσωπο του. Ήθελε να βρίση, ν' αναθεματίση τον αδερφό του για τον άπρεπο λόγο που ξεστόμισε.

Τους έδενε καλά μες το προάβλιο· μπρος στα μάτια των άλλων καταδίκων, που έβλεπαν με θυμό πολύ και με αγανάχτηση μεγάλη μες από τους φεγγίτες τους πλεχτούς· τους πισταγκώνιαζε καλά. Εμούσκεβε ένα χοντρό, διπλό σκοινί μες το νερό· το έστρυφτε καλά, κ' επρόσταζε έναν, ένα τους φαντάρους·Πελέκα τουν, ουρέ βλαμ! Όντας αποστάκ'ς, σου βουητάω κ' ιγώ !...

Κι αλήθεια έτσι γίνεται σήμερις στα έργα τα φιλολογικά που βγαίνουνε μέρα την ημέρα. Ένα από τα δυο· ή λέει ο λαός, δηλαδή κ' οι γραμματισμένοι μαζί του, ανεχτίμητος, σταύρωσες, ο τάπητας, του Σωτήρα, ανάτειλε, κατάχρησες, ο φύλακας, ο έλικας, συθέμελα, αγανάχτηση, ακροατές, χαραχτήρα, παράκλησες, πρόληψες, χερονομώ, συμφοράς, Μέδουσας , — ή δεν τα λένε.

Τι έγεινε λοιπόν; Ανελήφτηκε; Έβαλε τις φωνές: — Ασημίνα!. ... Ασημίνα!... Έλα δω, Ασημίνα!... Γρήγορα!... Η κόρη επρόβαλλε στο θυρόφυλλο τρομασμένη, κυττάζοντας με απορία την κυρία της. Δε μπορούσε να καταλάβη την τόση της αγανάχτηση. Τι την έμελλε τάχα κι αν είχε τον αρρεβωνιαστικό της; Τι την πείραζε κι αν ήταν μέσα στη σάλα; Θα την έτρωγε τη σάλα της; Όχι βέβαια. Θα την στόλιζε.

Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του. Ως τόσο οι ανασκαφές προχωρούσανε στο μετόχι. Η αξίνα μέρα με την ημέρα έβγανε στο φως αξετίμωτα ηυρέματα.

Μούτον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μεγέννησε καισθανόμουν ντροπή μαζή και θλίψη νανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλωσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό. Η λύπη κη αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνη, σένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν.

Συχνά, όταν ήταν μόνη ή και με τον αξιωματικό, έφερνε το καλό ρώτημα στο νου της. Μα ποτέ δε μπόρεσε να λάβη ρητή απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Και τώρα να, αυτήν τη στιγμή, δεν ήξερε τίποτε. Μιαν αγανάχτηση μόνον, μιαν άγρια αγανάχτηση αιστάνθηκε να φεύγη από την καρδιά και να κυριεύη όλο το είνε της. Ακούς εκεί μια παλιομαμούρα!