United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ εκείνοι κοίτονται ωσάν αποθαμένοιτον ύπνον τον κτηνώδη των, και τι δεν ημπορούμεν οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάμωμεν τον Δώγκαν, και ν' αποδώσωμεν το παντους δύο φύλακάς του, ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος; ΜΑΚΒΕΘ Να μου γεννάς αρσενικά, διότι μόνον άνδρες αξίζει απ' τ' αδάμαστα τα σπλάγχνα σου να 'βγαίνουν!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όχι! δεν θέλω· δέχομαι ευχαρίστως τα φοβερώτατα και τα μάλλον απροσδόκητα συμβάντα, αλλά περιφρονώ τας παρηγορίας· το μέγεθος της λύπης μου, ανάλογον προς την αιτίαν αυτής, πρέπει να είναι τοιούτον, οποίον είναι και το παράγον αυτήν αίτιον. Πώς! απέθανε! ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ο θάνατος είναι επάνω του, αλλά δεν απέθανε. Παρατήρησε από το άλλο μέρος του τάφου· φέρεται από τους φύλακάς του.

Ο Καραϊσκάκης, αφ' ού ετοποθετήθη εις το Παλαιόκαστρον, το οποίον αυτήν την ημέραν εξουσίασεν από τους εχθρούς, και αφ' ού διώρισε και εις τα λοιπά οχυρώματα τας αναγκαίας φυλακάς, εκάλεσε τους αξιωματικούς του στρατοπέδου διά να σκεφθή μετ' αυτών ποίον μέτρον έπρεπε να μεταχειρισθώσι διά να βιάσωσι τους αποκλεισθέντας εις το μοναστήριον να παραδοθώσι ταχύτερον.

Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας· φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη· κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι. Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω. ΠΡΙΓΚΗΨ Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.

Φαντάσου δε και την λύπην αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος, ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!

Να αποδώσουν επίσης όλους τους Λακεδαιμονίους, όσοι ευρίσκονται εις τας φύλακας των Αθηνών ή οιουδήποτε άλλου τόπου υπαγομένου εις την κυριαρχίαν των Αθηναίων.

Να μην τα πολυλογούμε, σε τρεις-τέσσερους μήνες απανωθιό, ακείνο το κουταβάκι είχε γείνει ένα ωραίο κι' έξυπνο σκυλλάκι, που είταν ο μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού.

Κατά την προτεραίαν της μάχης συνέβη να εισβάλουν οι Επιδαύριοι πανδημεί εις την χώραν των Αργείων, ανυπεράσπιστον ούσαν, και εφόνευσαν πολλούς φύλακας μείναντας μετά την αναχώρησιν των Αργείων.

Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνητα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεταιτην πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.

Και όσω για το αρσενικό, αυτό θα έχη εσένα, που θα του είσαι φύλακας και δυνατός προστάτης.