United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδείς εξ αυτών είχε κατανοήσει την μεγάλην αρχήν, ότι η εκουσία αθέτησις μιας εντολής είνε παράβασις όλων, επειδή σκοπός όλου του νόμου είνε το πνεύμα της υπακοής εις τον Θεόν. Ουχ ήττον οι μάλλον πεφοτισμένοι των Ραββίνων είχον ήδη νοήση ότι η μεγίστη πασών των εντολών, επειδή ήτον η πηγή πασών των άλλων, ήτο εκείνη ήτις επέβαλλε την αγάπην προς τον ένα αληθή Θεόν.

Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελευτήτων εκείνων ημερών ! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της• ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν. ― Θέλεις να μας καταδώσης ; έλεγε. Και έκρυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της. Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγορήση.

Τους Ρώσσους, μου απήντησεν, θα τους εμποδίση η Ευρώπη να μας φάγουν, τους δε Έλληνας ουδέ καν τους συλλογίζεται ο Σουλτάνος. — Και διατί; παρακαλώ. — Διότι κανείς δε φοβείται τους σκύλους, οι οποίοι αιωνίως γαυγίζουν χωρίς ποτέ να δαγκάσουν. Αν και ήτο κάπως δύσκολον να εύρω ότι ο άνθρωπος είχεν άδικον, η πατριωτική εν τούτοις φιλοτιμία μου μού επέβαλλε να του απαντήσω.

Εγώ όμως, εάν μεν είχα γυναίκα κατά το ποίημα υπέροχον εις τον πλούτον και μου επέβαλλε να την θάψω, την υπερβολικήν κηδείαν θα ενέκρινα, αλλά πάλιν κάποιος γλίσχρος και πτωχός άνθρωπος θα εγκρίνη την ολιγοέξοδον, όποιος δε έχει μετρίαν περιουσίαν και είναι και ο ίδιος μέτριος, θα επαινέση την ανάλογον κηδείαν.

Τοιούτος ων δυσκόλως κατόρθωνε να κρατήση τον γέλωτα όταν επέπληττε τον ένοχον, εις τον οποίον επέβαλλε να ζητήση συγγνώμην από την αξιότιμον «δεσποινίδα» ενώπιον όλων του των συμμαθητών. Αι σκηναί εκείναι δημοσίας αιτήσεως συγγνώμης ήσαν όντως διασκεδαστικαί. Ακριβά όμως επλήρωναν οι δυστυχείς υπότροφοι την διασκέδασιν εκείνην.

Φαντάσου δε και την λύπην αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος, ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!

Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτο ικανή ν' αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κ' επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν.

Τότε ο λαός ανήσυχος μέχρι βάθους ψυχής, αλλά και μεθυσμένος εκ της αιματοχυσίας και παραφερόμενος υπό φρενοβλαβούς μανίας, έρριψε διατόρους κραυγάς: — Τους λέοντας! τους λέοντας! Απολύσατε τους λέοντας. Οι λέοντες ήσαν εφεδρεία διά την επομένην ημέραν. Αλλ' εις τα αμφιθέατρα ο λαός επέβαλλε την θέλησίν του εις πάντας και εις αυτόν τον Καίσαρα!

Ο τελευταίος προσκληθείς Ασκληπιάδης ενεφανίσθη κρατών εις τας χείρας του φιάλην του πασιγνώστου δραστικού, το οποίον μόνον ηδύνατο να σώση, διά βιαίου κλονισμού, τον πάσχοντα από αφεύκτου επικειμένου θανάτου, η συνείδησίς του όμως του επέβαλλε να δηλώση ότι υπήρχε τις μικρός κίνδυνος μη δεν δυνηθή ν' ανθέξη ο ασθενής εις του κλονισμού τούτου τας συνεπείας.

Τότε εκών άκων ανεπαύθη εις τας πληροφορίας, ας περιέμενε παρ' αυτού, και μάλλον τω επέβαλλε να τω τας δώση, παραγόμενος υπό των ελπίδων του, ή όσον εκείνος απηγγέλλετο αυθορμήτως να τω παράσχη ταύτας. Την επανατείλασαν πρωίαν επανήλθεν ο Μάχτος εις την καλύβην ησυχότερος, και εκοιμήθη μέχρι της μεσημβρίας, όπως συνείθιζεν, αφ' ου χρόνου είχε καταλάβει αυτόν η φοβερά αϋπνία.