United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμότερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευεν διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι. Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον.

Και συ μεν είχες πέσει κάτω μεθυσμένος και εκράτεις εις την χείρα ποτήριον, ως Πολύφημος πλήρης ασελγών επιθυμιών, νεανίας δε μισθωτός έχων ορθόν τον μοχλόν και λίαν ακονισμένον ώρμησεν ως Οδυσσεύς εναντίον σου διά να σου εξορύξη τον οφθαλμόν. κακείνου μεν άμαρτε, παραί δε οι ετράπετ' έγχος αιχμή δ' εξεσύθη παρά νείατον ανθερεώνα . Αφού περί σου ομιλώ δεν είνε παράδοξον και άτοπον να αισχρολογώ.

Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κτυπά αυτόςνομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτηςκαι ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος• διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι' εμαύρισε. ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή μεθυσμένος ήτο;

Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κίσα ίσα εσένα πούσαι γυιός του καλλίτερού μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πης είντά 'χεις μ' εμένα. — Πράμμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανώλης με παιδικόν πσράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος. Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθή. — Και ποιος σούπε πως την αγαπώ; — Αυτή το λέει.

Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον

Λοιπόν δεν πρέπει να διορίζωμεν νηφάλιον και σοφόν αρχηγόν εις τους μεθυσμένους και όχι αντιθέτως; Διότι, ο μεθυσμένος αρχηγός των μεθυσμένων και ο νέος ο μη σοφός, αν δεν κάμη κανέν μέγα κακόν, πολύ θα τον κυνηγά η καλή τύχη. Πολύ καλή βεβαίως.

Επειδή δε η τελευταία πρότασις είναι κρίσις ενός αισθητού και κυρίαρχος των πράξεων, έπεται ότι ή δεν έχει αυτήν όταν ευρίσκεται μέσα εις το πάθος του, ή την κατέχει τόσον, ώστε να μη την γνωρίζη επιστημονικώς, αλλά να την απαγγέλλη καθώς ο μεθυσμένος του Εμπεδοκλέους, αφού μάλιστα ο τελευταίος όρος δεν είναι καθολικός, ούτε φαίνεται ότι είναι ομοίως επιστημονικός όσον καθολικός.

Ο Μανώλης μεθυσμένος και παραπατών διηυθύνθη προς το σπίτι του. Αλλά καθ' οδόν τον εσταμάτησεν αιφνίδια ανάμνησις. «Πού, πας μωρέ; εμουρμούρισεν απευθυνόμενος προς τον εαυτόν του. Πού πάς, μωρέΕστάθη κ' εσκέπτετο επί τινας στιγμάς, έπειτα εστράφη προς τα οπίσω.

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!

Αδιάντροπος, αφού μεθυσμένος από τον έρωτα της νεόνυμφης δέσποινάς του, χτυπά, κατάμουτρα τη μητέρα του, αραδιάζοντας το περίφημο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Μεμιδώφ με μια κακία ανάξια πάντα ενός παιδιού, όσο κι αν της έπρεπε το μάθημα που δίνει της μητέρας του.