United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις! ΜΑΚΒΕΘ Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω την ύπαρξίν μου! Κτύπα συ!

Ολίγον μακράν από της παραλίας ευρίσκετο φορτηγόν πλοίον ηγκυροβολημένον, περί το οποίον στραφέν το αθηναϊκόν πλοίον αφού επλησίασε την διώκουσαν Λευκαδίαν ναυν κτυπά αυτήν εις το μέσον και την καταβυθίζει.

Και εάν μεν με παρόμοια σωφρονιστήρια γίνεται ευπειθής, τότε είναι ευκολοδιοίκητος, εάν όμως είναι απειθής και δεν προσέχη εις το προοίμιον, τότε ας δεχθή οριστικώς τον εξής νόμον: Εάν κανείς κτυπά άλλον γεροντότερόν του κατά είκοσι έτη ή και περισσότερον ακόμη, πρώτον μεν όστις τον επιτύχη, εάν δεν είναι συνομήλικος ούτε νεώτερος από τους συγκρουομένους, ας τους χωρίση, ειδεμή ας είναι κακός συμφώνως με τον νόμον.

Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό. — Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά.

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται. Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά! ΜΑΚΒΕΘ Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις, τι πολεμάτε; ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Όνομα το έργον μας δεν έχει! ΜΑΚΒΕΘ Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην, απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!

Αυτός όμως δεν απελπίσθη διά να μην ακολουθήση τον δρόμον που επήρε, και να τρέχη μετά μεγάλης ορμής διά να την φθάση· και εκεί που έτρεχε, την βλέπει από μακρόθεν, που ήτον σιμά εις μίαν πηγήν, και του εφαίνονταν πως ήτον αποσταμένη από το τρέξιμον. Ευθύς κτυπά με μεγάλην βίαν το άλογόν του και τρέχει, μα εστάθηκεν άκαιρη η βία του, διά να την πιάση.

Οι άνθρωποί μου όλοι είναι καλοί και διαλεκτοί· τα χρέη των τα ’ξεύρουν δεν εντροπιάζουν την τιμήν και το αξίωμά των. — Ω Κορδηλία, διατί το ελαφρόν σου πταίσμα να μου φανή τόσον φρικτόν; Και πώς να μου στρεβλώση το φυσικόν, και την καρδιάν να μου την ξετοπίση, και εις χολήν την τόσην μου αγάπην να γυρίση; Ω Ληρ, ω Ληρ! Κτύπα εδώ, ν' ανοίξη, Ληρ, η θύρα να έμβη η τρέλλα και ο νους να φύγη!

Εάν δε πάλιν δούλος κτυπά ελεύθερον, είτε ξένον είτε πολίτην, ας βοηθήση μεν όστις παρευρεθή, ειδεμή ας πληρώση συμφώνως με το τίμημά του το πρόστιμον που είπαμεν, και αφού τον δέσουν οι παρευρισκόμενοι με την σύμπραξιν του κτυπηθέντος, ας τον παραδώσουν εις τον αδικούμενον.

Ας ήλθεν εις το κάστρον μου το δάσος της Βιρνάμης, γυναίκ' ας μη σ' εγέννησεν εσέ που μ' αντικρύζεις, ως την εσχάτην μου πνοήν να πολεμήσω θέλω! Ιδού με, εις το στήθος μου προτείνω την ασπίδα. Εμπρός, Μακδώφ! Κτύπα εδώ! Εμπρός! κι' ανάθεμά τον εκείνον απ' τους δύο μας που πρωτοκράξη: φθάνει! ΜΑΛΚΟΛΜ Ας έβλεπα τριγύρω μου κ' εκείνους που μας λείπουν. ΣΙΒΑΡΔΟΣ Θα σκοτωθούν και μερικοί!