United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα

Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν.

Επί τέλους έγινα πολλάκις πετεινός, διότι μου αρέσει αυτή η ζωή, και αφού υπηρέτησα πολλούς βασιλείς και πτωχούς και πλουσίους, συζώ τώρα και μ' εσένα και γελώ μαζή σου• διότι σε ακούω καθ' εκάστην να παραπονήσαι και να κλαίγεσαι διά την πενίαν σου και να θαυμάζης τους πλουσίους, διότι δεν γνωρίζεις τι υποφέρουν και αυτοί.

Πεντάπολις πού είσαι; πού είσθε τόσαι χώραι; καπνόν και σκόνην βλέπω και την Ιεριχώ, και με τα τύμπανά των του Ισραήλ αι κόραι δεν εξυπνούν ερήμων κοιλάδων την ηχώ. Χειμάρρους δεν σκιάζουν αι Κέδροι του Λιβάνου, παιάνας δεν ακούω πολέμων καλλινίκων, ουδέ παρά τας όχθας εκεί του Ιορδάνου απλόνουν τους καρπούς των οι κλάδοι των φοινίκων.

Τω όντι, πώς και πόθεν θα εύρωμεν άλλους, αν απορ- ρίψωμεν τούτον; Είναι αδύνατον αλλά με καλήν ώραν πρέπει 27. | υμείς να λέγητε, εγώ δε εις αμοιβήν των χθεσινών λόγων μου να ακούω σιωπών. Κριτίας Πρόσεχε όμως εις την τάξιν των προς σε, ω Σώκρατες, φιλο- ξενημάτων μας, τίνι τρόπω τα έχομεν διαθέσει.

Πιθανόν λοιπόν, φίλε Θεαίτητε, συ να μην ακούης καλά την απάντησίν των εις αυτήν την ερώτησιν, εγώ όμως την ακούω, ίσως ένεκα της συνηθείας. Θεαίτητος. Ποίαν εξήγησιν λοιπόν δίδουν; Ξένος. Δεν συμφωνούν με ημάς ως προς αυτό, το οποίον είπαμεν συζητούντες με εκείνους τους αυτόχθονας. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή; Ξένος.

Χυμώ. — Τη νύχτα είναι πιο έφκολο το πράμα, πολύ πιο έφκολο να γίνη, γιατί δεν ακούω τη φωνή της, γιατί δε φαίνεται το πρόσωπό της. — Ψεφτιές πια δε θα μου πη. — Τρέχα, τρέχα εκεί απάνω. — Ποτές να μη γίνη τέτοιο πράμα. Όχι. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος. Να γλυτώσω. — Γρήγορα, γρήγορα, να μην ξυπνήση. Σφίγγε, Καρλή, δυνατά. Το χέρι μου στο λαιμό της. Σφίξε, να της στραγγουλίσης το λαιμό.

Αυτό δεν υποφέρεται! Κατήντησαν αυθάδεις οι άνθρωποί του, αυτός δε οργίζεται μαζί μας εις κάθε ψύλλου πήδημα! Σάλπιγγες έσωθεν. ΟΣΒΑΛ. Έρχεται, κυρία, τον ακούω. ΓΟΝΕΡ. Και συ κ' οι άλλοι κάμετε ότι τον αμελείτε, κι' ας μου το παραπονεθή. Εάν δεν του αρέση, 'ς της αδελφής μου ημπορεί, αν θέλη, να κοπιάση. Εγώ το ξεύρω: είμεθα κ' αι δύο μας μια γνώμη και δεν θα τον αφήσωμεν να μας καβαλλικεύση.

Απέτρεπα λοιπόν τους περισσοτέρους εξ αυτών, λέγων ότι η θυσία είχε τελειώση, εκτός εάν ήσαν περίεργοι να ίδουν και μόνον το μέρος ή να προφθάσουν υπόλειμμα του πυρός. Αλλ' ευρήκα τον διάβολόν μου, φίλε μου, διότι ήμουν ηναγκασμένος να διηγούμαι εις όλους και ν' ακούω τας ερωτήσεις ανθρώπων οίτινες ήθελον να μάθουν πάσαν λεπτομέρειαν.

Ώστε βλέπεις, ότι αυτός ο κύριός μου δεν είνε μικρός άνθρωπος. Έχει τον διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα να κατορθώση. — Ναι, αλλά δι' αυτό δεν μας μέλει. — Μας μέλει διά ένα άλλο πράγμα, και υπομονή. Κάθε λόγος με την σειράν του. — Ακούω. — Ο κύριός μου έχει πολλά και καλά χαρίσματα. Είνε άνθρωπος σοφός και δεν καταδέχεται να έλθη εις τα ταπεινά.