Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Αχ, Γουλιέλμε! προς τι με σπρώχνει συχνά η καρδία μου! — Αφού κάθωμαι πλησίον της δύο τρεις ώρας, και τέρπωμαι εις την μορφήν της, τον τρόπον της, την θαυμασίαν έκφρασιν των λόγων της, ολίγον δε κατ' ολίγον όλαι αι αισθήσεις μου εντείνονται, και σκότος απλώνεται προ των οφθαλμών μου, μόλις ακόμη ακούω και με πιάνει κάτι από τον λαιμόν, σαν ένας δολοφόνος, και η καρδιά μου εις αγρίους παλμούς ζητεί να δώση αέρα εις τις στενοχωρούμενες αισθήσεις μου και αυξάνει μόνον την ταραχήν τωνΓουλιέλμε, τότε πολλάκις δεν ξεύρω αν είμαι εις τον κόσμον!

Όταν εξήλθα από την θάλασσαν, είχον ήδη εξέλθει και οι δύο σοφοί και τους ακούω ενδυομένους και συνεχίζοντας τας σοφάς των ομιλίας. — Παρετήρησες; Η γυμνότης είνε ηδονή και ηδονή όχι μικρά. Ίσως αυτό το αίσθημα είνε λείψανον της προπατορικής ευδαιμονίας. Ομού με τον Παράδεισον οι προπάτορες έχασαν και την ελευθερίαν της γυμνότητος και ευρέθησαν εις την ανιαράν ανάγκην να ενδύωνται.

Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος προς στήθος με τον Χάρο. Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος!

Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου. Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας εκεφάλωσε. Ερριχθήκαμε πάλι ν' αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τόρα δεν μας εφαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο κ' επλάκωνε απάνω μας. Σε λιγάκι εφάνηκε ολόκληρο το σκαφίδι. Βέβαια είδε τη σημαία μας κ' ερχόταν να μας σώση. Αλλά δεν ξεύρω γιατί άξαφνα εκρύωσε η καρδιά μου. Κάτι ελάλησε μέσα μου.

Ο Έφις δίπλωνε προσεχτικά τον σκούφο του. «Πρώτα ο Θεός, φέτος οι κυράδες μου θα πάνε στο πανηγύρι…. για να προσευχηθούν και όχι για να διασκεδάσουν….» «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Πες μου κάτι, εάν επιτρέπεται: είναι αλήθεια ότι έρχεται ο γιος της Λία; Το λέγανε σήμερα εδώ, στο μαγαζί

Και οι εχθροί θα πούνε «Να εκείνος που δεν ήθελε ο ίδιος να πεθάνη και ζη μιαν άτιμη ζωή, αφού από ανανδρία έδωσε την γυναίκα του στον τόπο του. Είναι άνδρας αυτός, που τώρα εχθρεύεται και τους γονείς του ακόμη, γιατί δεν εδεχθήκανε για κείνον να πεθάνουνΑυτήν την φήμη εκέρδησα εκτός από την λύπη. Γιατί λοιπόν καλλίτερα να ζω, αφού θ' ακούω τα λόγια τα φαρμακερά κοντά στη συμφορά μου;

Μου παρήγγειλε δε να σου είπω και το εξής• Ακούω να λέγουν πολλοίσεις δε οι άνδρες είσθε εις θέσιν να γνωρίζετε εάν τούτο αληθεύηότι ουδ' εις την Ολυμπίαν επιτρέπεται να εγείρουν εις τους νικητάς ανδριάντας μεγαλειτέρους του αναστήματος αυτών, αλλ' οι Ελλανοδίκαι φροντίζουν να μη υπερβαίνη κανείς το φυσικόν ανάστημα, η δε εξέτασις αύτη γίνεται πολύ ακριβεστέρα από την έγκρισιν των αγωνιστών.

Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτον δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς. Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα.

Είχα χωθή και εγώ, ακουσίως μου, εις ένα όμιλον και επροσπαθούσα να διολισθήσω, να γλυτώσω, ότε ακούω οπίσω μου γνωστήν φωνήν. — Μάλιστα, κύριοι, εν πρώτοις, μ' εννόησες, ο συνδυασμός αυτός είνε, μ' εννόησες, κάκιστος, επειδή . . . Εισεχώρησα πλησίον του ομιλητού και τον έσυρα εκ του άκρου του επενδύτου· εστράφη . . . Δεν περιγράφεται η χαρά του. — Πώς εδώ; από πού; πότε; είπε· πάμε, πάμε.

Μία ώρα διέρρευσεν ούτως, ότε αίφνης ακούω εκ νέου αόριστον κρότον επί της κλίνης. Έτεινα το ους μεθ' υπερτάτου φόβου. Ο κρότος προήρχετο εκ στεναγμού. Και πάλιν ώρμησα προς το πτώμα και είδα, είδα καθαρώς τα χείλη αυτού συσπώμενα, μετ' ου πολύ δε χαλαρωθέντα και αποκαλύψαντα λαμπράν σειράν μαργαριτωδών οδόντων.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν