United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια. — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... Νταγκνταγκ!.. Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά μου.

Η εκκλησιαίς σημαίνουν Κουνιούνται τα καμπαναριά, και η φωναίς που βγαίνουν Απ' το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα 'Μοιάζουν Χειρουβεικούς ψαλμούς, 'σαν το απ' ουράνιο δώμα Χιλιάδες τα Χριστούγεννα να τραγουδούν αγγέλοι· Και κάθε αχτίδα από 'ψηλά που κάθε αστέρι στέλλει 'Μοιάζει αγγελική ματιά.

Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα.

Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό τουτο Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι, Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.

Ψηλά ακουγόταν το αγκομαχητό του Μύλου, ένα αρσενικό καρδιοχτύπι σε αντίθεση προς το θηλυκό κάλεσμα μιας καμπάνας που χτυπούσε τον εσπερινό και στο βάθος του δρόμου περνούσαν χωριάτες με τα ζεμένα βόδια τους, επιβλητικοί αστοί όπως ο ντον Πρέντου, γυναίκες με κανάτια στο κεφάλι.

Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα! Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο. Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν.

Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο.

Και τότε εν τούτοις, ενώ ήμην βυθισμένος εις την αμέτρητον δυστυχίαν μου, ενόησα την ελαφράν προσέγγισιν του χερουβείμ της ελπίδος : ενθυμήθηκα όλα τα τόσον έξυπνα μέτρα μου. Επέστρεψα και έκαμα σπασμωδικάς προσπαθείας διά ν' ανοίξω το κάλυμμα. Ούτε καν το έσπασα. Επασπάτευα με τη χούφτα μου να εύρω το σχοινί της καμπάνας: δεν το ευρήκα πουθενά.