United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι άμα έφτασεν εκεί και βρήκε το Δάφνη, προσμένοντας με καρδιοχτύπι τα νέα, τόνε δυναμόνει κράζοντάς τονε γαμπρό και του δίνει το λόγο του πως το χυνόπωρο θα κάμουν τους γάμους· και τόνε βεβαίωνε ότι κανένας άλλος δεν θα πάρη τη Χλόη εξόν απ' αυτόν. Γρηγορότερα λοιπόν κι από το νου ο Δάφνης και χωρίς να πιη μήτε να φάη τρέχει στη Χλόη.

Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Ψηλά ακουγόταν το αγκομαχητό του Μύλου, ένα αρσενικό καρδιοχτύπι σε αντίθεση προς το θηλυκό κάλεσμα μιας καμπάνας που χτυπούσε τον εσπερινό και στο βάθος του δρόμου περνούσαν χωριάτες με τα ζεμένα βόδια τους, επιβλητικοί αστοί όπως ο ντον Πρέντου, γυναίκες με κανάτια στο κεφάλι.

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.

Τα δέντρα του περιβολιού που πήγαινα συχνά με το βιβλίο στο χέριτι καλά που το θυμούμαι τώρα! — κουνιούνταν και ψιθύριζαν αγάλια σταφτιά μου «Καλώς ώρισες, παιδί μουΝαι! κ' οι πέτρες στο δρόμο με χαιρετούσαν, και μ' έρχουνταν όλο να τις πω «Πετρίτσες μου αγαπημένες, κακοστρωμένα μου σοκάκια, με τι καρδιοχτύπι σας ξαναπατώ

Καρδιοχτύπι φοβερό είχε πιάση όλο το Μικρό Χωριό, εξόν της νυφοκόρης, της Κώσταινας, που περίμενε μ' ανυπομονησιά να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς και να πάη το ίσκιωμα μαζύ με το μουλάρι του και με το κυπρί του στ' άφαντα και στα κατακλείδια της γης, όπου έχει το κατοικειό του, αλλά ο σήμαντρος δεν ακούονταν...

Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου! Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς.

Σάματις δεν τη γλυκόβλεπαν οι Τούρκοι τη μάννα της! Ας τα Πανάγο, ας τα! Όσο τα σκαλίζης . . . ας τα, σου λέω. Κι άπλωσε το χέρι της και ξαναπήρε το μαντίλι από τη σεντούκα, να δώση δουλειά στα ταραγμένα της νεύρα. — Μα αν της τόταξα; Ξαναλέει ο Πανάγος με καρδιοχτύπι, σα νάρριχνε τη στερνή του την τουφεκιά.

Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...