Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
— Σε ποιο μέρος; — Σε μια καλύβα, στο Μορουά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Έλα γρήγορα, αν θέλης να πάρης εκδίκησι. — Πήγαινε να με περιμένης στην είσοδο του δάσους, κοντά στον Κόκκινο σταυρό. Μην πης μιλιά σε κανένα για ό,τι είδες. Θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι, όσο θέλης. Ο δασοφύλακας πηγαίνει και κάθεται κάτω από τον Κόκκινο Σταυρό. Καταραμένος νάναι ο σπιούνος!
Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.
Ύστερα όμως ρώτησα την Πιπίτσα, κι αυτή τότε μου είπε καμαρώνοντας, πως ο Σταύρος είτανε συμμαθητής ατό γυμνάσιο με τον αδερφό της, και πώς ενώ ο αδερφός της ύστερ' από το γυμνάσιο πήγε στο πανεπιστήμιο, κ' έγινε ένας σπουδασμένος νέος, ο Σταύρος έμεινε ασπούδαστος, δίχως καμιά αξία στην κοινωνία, φευγάτος από το σπίτι του, και καταραμένος από τον πατέρα του.
Μολαταύτα δεν είχε διαβάσει στάστρα ότι η Βασίλισσα θαρχότανε κείνο το βράδυ κάτω από το πεύκο; Ξέρει χίλια πράγματα. Πάρτε συμβουλή απ' αυτόν». Τρεχάτος ήρθε ο καταραμένος καμπούρης. Ο Ντενοαλέν τον αγκάλιασε. Ακούστε τι άτιμη προδοσία συμβούλεψε στο Βασιληά.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και όμως εγώ δεν εσπούδασα καθόλου και την έκανα αυτή τη φράσι μονομιάς. Σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά και σας παρακαλώ ναρθήτε αύριο νωρίς. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! το καινούργιο μου φόρεμα δε μου τώφεραν ακόμη; Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ Όχι, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο καταραμένος αυτός ο ράφτης με κάνει να περιμένω σήμερα που έχω ένα σωρό δουλειές. Μούρχεται να σκάσω από το θυμό μου.
Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!
Μια μέρα μολαταύτα, ένας από τους άπιστους προδότες, ο Γκενελόν, — που καταραμένος νάναι από το Θεό — παρασύρθηκε από την ορμή του κυνηγίου, κι' ετόλμησε να προχωρήση μέχρι απ' έξω από το δάσος του Μορουά. Εκείνο το πρωί, στην παρυφή του δάσους, ο Γκορνεβάλης είχε ξεσελλώσει το άτι του και τάφησε να βόσκη στη δροσερή χλόη.
Παραμύθια! παραμύθια! Μου αράδιαζε παραμύθια. Αφού αγαπούσε την αδερφή μου εκείνος ο καταραμένος, πως δε μου έγραφε εμένα; Η Λέλα είναι δική μου. Μην την αγγίξης.
— Να είνε αφορεσμένος! είπεν αίφνης με σθεναράν φωνήν ο ιερεύς, περατώσας την ανάγνωσιν. — Αφωρεσμένος! απήντησεν ευθύς ομόφωνον και το πλήθος. — Καταραμένος! επανέλαβεν ο ιερεύς. — Καταραμένος! — Η γη να μη τον λυώση!. . . — Να μη τον λυώση! Και με την τελευταίαν λέξιν οι χωρικοί εστέναξαν βαθέως, ωσεί ανακουφισθέντες του εφιάλτου, του πιέζοντος πριν τα στήθη των.
Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν