Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Καλώς σας βρήκαμε... — Να σε πάρη ο Διάβολος! Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.
Μπας και μου τάμαθε ο παπούς τέτοια παραμύθια; Κ' έλεγα πως μ' αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ' αγαπά, για να γλυτώσω εγώ; Τέσσερεις. Να σκοτώσω κανέναν κ' έτσι να γλυτώσω. Πρέπει να πεθάνη ο μουσαφίρης. Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστή και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστή και το κεφάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο.
Δεν είμαστε πια στο τραπέζι δεκατρείς όταν έρχεται ο μουσαφίρης. Παρίσι, 1891. Μια φορά κ' έναν καιρό, είτανε μια μικρή, μικρούτσικη χώρα. Αχ! τι χάρη που την είχε η μικρούτσικη πολιτεία. Τι νόστιμοι που είταν οι μικροπολίτες! Πόσο μπόι λες τάχατις να είχαν; Οι μικροπολίτες είταν κοντούτσικοι, ψιλούτσικοι, ομορφοκαμωμένοι κ' ίσια μ' ένα δάχτυλο μεγάλοι.
Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.
— Σύγλυνα; ξεφώνησε με τρομάρα ο Σιφογιάννης. — Γιάειντα; Φοβάσαι να μη μας έρθη κιανείς Τούρκος μουσαφίρης; Θε μου, βλέπε μας! — Εγώ χοιρινό δεν μπορώ μπλειο να τρώω. — Γιάειντα; — Γιατί 'μαι Τούρκος. Η γυναίκα τον παρατήρησε με απορία. Τρελλάθηκε ή χωράτευε; — Τούρκος; Είντα λόγια 'ν' αυτά, νοικοκύρη μου; Αποφάσισε και της διηγήθηκε πως στο δρόμο τον τούρκεψε ο Μόχογλους. Η Σιφογιάννενα έμεινε.
Δε θα με λυπηθή και κανένας; Γίνεται να πεθάνω, που έχω τόσα να κάμω, που έχω τόσα στο νου μου; Όχι! τέτοιο άδικο πράμα δε γίνεται! Σηκώνουμαι και παλαίβω και σκοτώνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Έχω δύναμη ακόμη. Νοιώθω πως έχω. Θα σηκωθώ. Να πεθάνη αφτός, μια πιστολιά και σώνει, να ησυχάσουμε όλοι. Να μπουν όλα σε τάξη. Αχ! να μπορούσα μόνο να κουνήσω το πόδι! Ή να σκοτωθώ, να τελειώση;
Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μου — και τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!
Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!
Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς. Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, είταν πάλε αφτός εδώ. Είτανε μουσαφίρης. Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά. Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμης λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν