United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο.

Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.

Εις τα Μπακογιαννέικα όλοι, γυναίκες, άνδρες, παιδιά εν ομίλω, με τας λαμπάδας των ανημμένας, είχον ανέλθει εις την κορυφήν του λόφου των και παρεστάθησαν εις την τελετήν της Αναστάσεως. Έπειτα ετράπησαν εις τας καλύβας των ίνα φάγη έκαστος με την οικογένειάν του τον τζορβάν. — Παπού, ε, παπού! πάμε να φάμε· εφώναξεν ο Νάσος εις τον Δημήτρην, κατευθυνόμενος εις την καλύβαν του.

Η βδέλλα από του χειμώνος είχεν αποδεκατίσει το ποίμνιόν του· δεν του έμενον προς πώλησιν παρά δεκαπέντε αρνία, τα οποία ήνωσε με τ' αρνία ενός εξαδέλφου του. Ηκολούθησεν όμως τους λοιπούς, λαβών μαζί του και την Μπήλιω, να ψωνήσουν τας λαμπάδας διά την Ανάστασιν και ό,τι άλλο εχρειάζοντο διά την καλύβην και δι' αυτούς. — Θα νάρθης, παπού; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρη.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.

Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο.

Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.

Σα να ήτονε θεριό ο δάσκαλος να τρώη ανθρώπους. Κεγώ που τώχω χαρά μεγάλη πως θα γενής καλός άντρας, σαν τον κύρη σου, και θάσαι πρώτος στον πόλεμο, σαν το παπού σου! Η ντροπή, να πούνε πως είσαι φοβητσάρης, γυιέ μου! Όλοι είχαν ταραχθή εκ του επεισοδίου εκείνου, υπέρ πάντας δε ο Μουστοβασίλης. Δεν ήσαν καλά σημάδια αυτά και πολύ εφοβείτο διά το παιδί του και το σπίτι του εν γένει.