Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ο Χριστός έσυρε τον λαόν κατόπιν Του με την χρυσήν άλυσιν της ουρανίου ευγλωττίας Του·. Αυτοί οι παίδες του Ναού, εν τη αθώα αγαλλιάσει των, εξηκολούθουν να κράζουν τα χαρμόσυνα Ωσαννά μεθ' ων Τον είχον υποδεχθή. Οι Αρχιερείς και Γραμματείς και Φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού έβλεπον και ηπόρουν και εφρύαττον και εχάνοντο.
Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη, δύο μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και την αληθή θεάν Αφροδίτην.
Μετ' ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν.
Αι δύο αδελφαί πλέξασαι προχείρους στεφάνους αγροτικούς εκ της αγριαμπελιάς και κοσμήσασαι τούτους με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εν ωραία αντιθέσει χρωματισμών έθεσαν αυτούς εις την κεφαλήν των, και αποδιώκουσαι ούτω από του τρυφερού προσώπου των τας ακτίνας του οχληρού ηλίου έτρεχον εδώ και εκεί ως ψυχαί πτερωταί, ως νύμφαι ορεστιάδες επί των ανθέων εν χαρά και αγαλλιάσει μικρών παιδίων.
Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.
Και κύψασα την στιγμήν εκείνην από του παραθύρου είδε γυναίκα, εν αγαλλιάσει κομίζουσαν από του φούρνου εν κυκλοτερεί σινίω τέσσαρα ωραία ψωμία των Χριστουγέννων. Τα ψωμία ανέδιδον θερμήν ευωδίαν, ήτις ζεσταίνουσα της γυναικός τας παρειάς είχε καταστήσει αυτάς ως χρυσοπόρφυρα μήλα. Συνεκινήθη και η γραία και έκλαιεν. Ήδη τα παιδία έξω είχον αρχίσει να τραγουδούν τα Χριστούγεννα.
Η Αϊμά, ανετινάχθη επί της κλίνης της, και αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν· — Ποίος είνε; — Εγώ, ο Μάχτος, απήντησεν ο εισελθών. Σιωπή! — Συ! Μάχτο! Ήλθες! Ω Μάχτο! Συ είσαι; έκραξεν η Αϊμά. — Σιωπή, φρόνιμα, εψιθύρισεν η φωνή του εισελθόντος. Η Αϊμά, μη δυναμένη να κρατηθή, εν εξάλλω αγαλλιάσει, ερρίφθη εις τας αγκάλας του νομιζομένου Μάχτου. — Υπάγωμεν, εψιθύρισε με υπόκωφον φωνήν ούτος. Είσαι έτοιμη;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν