United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα αμυδράς τινας και συγκεχυμένας ιδέας περί Λεωνίδα και Μαραθώνος και περί της Γαλλικής επαναστάσεως, αλλά περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας και των υψηλοτέρων του ανθρώπου αισθημάτων ουδέν εσκεπτόμην ουδ' εγνώριζα ωρισμένον και ευκρινές. Κόσμος μου ήτο το Χάνιον και πατριωτισμός μου το ισοζύγιον.

Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος. Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον.

Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως ανησύχως κυμαινόμενοι επ' αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν, ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην να τηρήσω την παρουσίαν του πνεύματός μου.

Αλλ' εξ αυτών μόνοι τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα έμειναν μέχρι τέλους επί του πεδίου της μάχης· οι λοιποί πτοηθέντες εκ του μεγάλου όγκου των πολεμίων, ουδ' επιρρωννύμενοι έστω και εξ αμυδράς τινος ελπίδος επιτυχίας, έστρεψαν απ' αρχής τα νώτα.

Συνησθανόμεθα μεν αορίστως πως και ημείς, μεθ' όλων των τότε Ελλήνων, τον προς την ελευθερίαν οργασμόν, εβλέπομεν εις Σμύρνην Ευρωπαίους κρατούντας υψηλά την κεφαλήν, και μετά πικρίας ενδομύχου εμακαρίζομεν τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχομεν αμυδράς τινας ιστορικάς γνώσεις περί της Γαλλικής επαναστάσεως και νεφελώδεις τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένας κυρίως εις την εξ Άρκτου προσδοκωμένην αρωγήν, τας δ' εορτάς συνερχόμενοι εψάλλομεν και ημείς του Ρήγα τα άσματα• αλλ' όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως.

Έξω, είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν. Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρωμνήν της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης, ήτις εχρησίμευεν ως λίκνον . . . και την Φραγκογιαννού καθημένην ως φάντασμα, και τείνουσαν την χείρα προς το λίκνον.

Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς. — Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην. Κ' επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' έκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη. — Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν. — Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος.