United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Αδελφέ, ακολούθει με μη με αφήσης μοναχόν. Ο Σχαζηνάν του απεκρίθη ότι έρχομαι μαζί σου, όμως με τέτοιαν υπόσχεσιν, πως να γυρίσωμεν οπίσω όταν εύρωμεν ένα άλλο παράδειγμα μεγαλύτερον από το ιδικόν μας.

Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε χωρίς να λάβη ύπνον.

Να το μάλιστα το σπίτι, που η Στρατηγίνα βγήκε, κ' εψηφίσανε οι πολίτες την εφεύρεσι που βρήκε. Ας μη χάνουμε την ώρα• να προσμένουμε δεν πρέπει με τα ψεύτικα τα γένεια• γιατ' αν κάνη πως μας βλέπει ένας άνδρας τέτοιαν ώρα ημπορεί να τα τραβήξη, να τα βγάλη όλα φόρα!

Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Λέει ο βασιλεύς· εάν συ έχης τέτοιαν εμπειρότητα διά να θεραπεύσης το πάθος μου, εγώ σου υπόσχομαι να πλουτίσω και εσένα και τους απογόνους σου, και θέλω σε έχει εις τον πρώτον βαθμόν των μεγιστάνων μου, αν, ως λέγεις, χωρίς φάρμακον και αλειφήν θέλης με ιατρεύσει. Απεκρίθη ο ιατρός· γαληνότατε βασιλεύ, αύριον χωρίς αναβολήν καιρού θέλω βάλει εις πράξιν την υπόσχεση μου.

Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.

Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ζερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά. Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή. Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ.

Ο δυστυχής ιατρός, ακούοντας τέτοιαν άδικον και παράνομον απόφασιν, από τον φόβον του και δειλίαν έμεινεν ημιθανής και άρχισε να θρηνή απαρηγόρητα και να παρακαλά τον βασιλέα να τον ευσπλαχνισθή δείχνοντας πως είναι αθώος, και πως δεν έχει κανένα πταίσιμον άξιον θανάτου, λέγοντάς του· ότι αυτή είναι η ανταμοιβή που του δίδει διά την θεραπείαν της λέπρας του; αλλ' ο βασιλεύς ισχυρογνώμων εις την απόφασίν του και αμετάβλητος προστάζει τον διωρισμένον στρατιώτην να τον αποκεφαλίση.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.