United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο γέρων έβαλε πεπνιγμένας κραυγάς, αλλ' ο Σκούντας διά της ισχυράς του λαιμού πιέσεως δεν επέτρεψε νακουσθώσιν αύται. — Τα κλειδιά, έλεγε μόνον. — Ω, διάβ.. . . ολε.. σου τα. .. δίν... ω. . . είπε κεκομμένη τη φωνή ο Φούρβης. Ο Σκούντας άφησε τον λαιμόν του θύματός του, αλλά δεν άφησε και το γένειον αυτού. — Έλα, κάμε γρήγορα, πού είνε;

Ο Φούρβης δεν ετόλμησε ν' αντιστή, και εξήλθε μετά του Σκούντα, όστις εκράτει αυτόν σφιγκτώς εκ του βραχίονος. Ότε είδε την Αϊμάν, είπεν ο Φούρβης·Αυτή πάλι τι είνε; — Σιωπή, είπεν ο Σκούντας. Ο Φούρβης εισήγαγε την κλείδα εις το μικρόν κλείθρον αποσύρας τον μοχλόν και ήνοιξε την θυρίδα. — Απ' εδώ ειμπορείτε να εβγήτε, είπε· δεν είνε ανάγκη νανοίξωμεν την μεγάλη.

Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος.

Ο Φούρβης, ψηλαφών εις τον τοίχον, διότι δεν υπήρχε φως, και συνάμα κρατούμενος εγγύθεν υπό του Σκούντα, ανεύρε τα κλειδία και τω τα ενεχείρισε. — Πάρε τα, και ξεφορτώσου με, είπεν. Ω διάβολε! Αυτό μας έλειπε. Θα μ' έπνιγες, ακόμα λίγο. — Έλα να μου ανοίξης, είπεν ο Σκούντας, μη αρκεσθείς εις την κατοχήν των κλειδίων.

Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!