United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.

Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία. Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος: — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .

Και η λυχνία, ήτις έκαιε κρεμαμένη από της οροφής, και το ξύλινον βάθρον όπερ εύρεν ο Πλήθων ίνα καθίση, και η εκ πτερίδων και χλοερών φύλλων κλίνη, ήτις έκειτο παρά την γωνίαν όπως αναπαυθή ο οδοιπόρος; Πώς ευρέθησαν ταύτα πάντα; Ο Πλήθων εξέλαβε το δώρον ως παρά των θεών προερχόμενον, και ανέπεμψεν ένθερμον προσευχήν.

Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.

Ένα βράδυ που το επαράκαμνε και ήθελε να την καθίση με το ζόρι επάνω στα γόνατά του, του ξέφυγεν από τα χέρια κ' έτρεξε να κλειδωθή στην άλλη κάμαρα. Έφυγε κ' εκείνος αγριωμένος χωρίς να μας πη καλή νύκτα. Ξαναήλθεν όμως την επομένη μέρα και τες άλλες και το φέρσιμό του ήτανε πλέον ανθρωπινό. Αυτό το εξήγησα εγώ πως την αγαπά, και πως είχε μετανοήση για το βάρβαρό του τρόπο.

Όταν υπάγη το πρωί ο χωρικός εις την δουλειά του, και κάμη τον σταυρόν του, κοντά εις τα άλλα οπού θα παρακαλέση, θα είπη: «Γλύτωσέ με, Θεέ μου, από τον Μάγον». Όταν καθίση το μεσημέρι να γευματίση, θα ευχηθή να μη τον μπουκώση ο Μάγος, Όταν θα πλαγιάση την νύκτα, παρακαλεί να μην ίδη τον Μάγον εις το όνειρόν του.

Για να σταθή, πρέπει κανείς να τη σταματήση όχι για πάντα, μα τουλάχιστο για μερικά χρόνια. Τους τύπους που κάθε μέρα περνούν από το στόμα και τρέχουν, πρέπει να βρεθή ένας να τους καθίση στα χαρτί κ' έτσι, με κάποιο τρόπο, να τους κόψη το δρόμο. Όταν το κατορθώση, τότες στέκουνται για μια ώρα. Τέτοιο πράμα, μόνο τα βιβλία το καταφέρνουν.

Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.

Η τελευταία του αυτή απόπειρα επιτυγχάνει κάπως περισσότερον, και αι κυρίαι τουλάχιστον σιωπώσι προς στιγμήν. Αλλοίμονον, αν καθίση αίφνης μία εξ αυτών προ του κλειδοκυμβάλου, ή αν νεαρός τις ποιητής αρχίση παρακληθείς την απαγγελίαν του τελευταίου του αριστουργήματος!

Είπε και την κελλάρισσα προσφώνησ' Ευρυνόμη· «Φέρ', Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβειά στρωμένο, ο ξένος να καθίση αυτού, λόγον να ειπή, ν' ακούση λόγον και κείνος απ' εμέ, και θα τον εξετάσω»·