Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Ίσια στον πύργο πήγε. Ο Αγάς, ό,τι έκαμε το ναμάζι του, κ' έπινε τον καφέ του. Μήτε τον καλοκοίταξε στην αρχή. Τέλος του είπε να καθίση, και του πρόσταξε και καφέ. — Έφεντημ, αρχίζει αμέσως ταγόρι, παράξενο θα σου φάνηκε να με βλέπης τέτοιαν ώρα. Μ' απ' αυτό να καταλάβης πως μεγάλη δουλειά μ' έφερε ως εδώ. Η ζωή μου είναι εις τα χέρια σου. — Τι έπαθες, τζάνουμου, ρωτάει ο Αγάς.
Η μικρότερα, συμπαθητικό κοριτσάκι, έως δώδεκα χρόνων, από πολύ πρωί εβοήθει την μητέρα της εις το ποτάμι να πλύνη, και έτρεξε καθώς ήτο με το βαμβακερό φόρεμα της εργασίας της. Πρώτην προσεκάλεσεν ο συμβολαιογράφος να καθίση εις τον εργαλειό την μεγαλειτέραν.
Χωρίς να φροντίζη για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίση σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είνε ουρανοκαταίβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήση γυναίκα τόσον ωραία. Η Μηλιά εκοκκίνησε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είνε μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν' αγωνισθή με τους άλλους για το βραβείο.
Ως εν ονείρω είδεν επί των τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα δεξιά της.
Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.
Κατά της νεαράς συζύγου του; Αλλά την τελευταίαν στιγμήν του απόπλου — εις την βόλταν — προσήγγισε τόσον πολύ εις τον Βράχον, εν τη κορυφή του οποίου έκειτο το άσπρο-κάτασπρο σπιτάκι της συζύγου του και ιδικόν του πλέον, ώστε παρ' ολίγον να καθίση την σκούναν εις τα ριχά, εκεί εγγύς, επάνω εις τον Μόλον.
Να καθίση αμέριμνος, καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί, ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά- μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία.
Δεν είχα ποτέ εις την ζωήν μου, Πυθαγόρα, καθίση σε τραπέζι πλουσίου και είχα την καλήν τύχην χθες να συναντήσω τον Ευκράτην.
Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ;
Ενώ χαλούν ντουνιάδες εκείνος τον χαβά του... χωρίς ποτέ καθόλου ν' ανοίγη τα στραβά του ακούραστος τοξεύει καρφιά, βελόναις, βέλη, και πού εκείνα πάνε κουκούτσι δεν τον μέλει. Όταν ιδής των άλλων τας φρένας να μεθύση αρνείσαι εις εκείνους και κοκοβιού μυαλά, αλλ' αν ποτέ κι' απάνω 'στόν σβέρκο σου καθίση για κοκοβιό νομίζεις αυτόν που σε γελά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν