United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάκτρον του γήρατός του, διά να υποβαστάζη τα ρευματισμένα γόνατά του, ο γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην, παιδίον δώδεκα ετών, τον οποίον είχε παρονοματίσει με γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η σύζυγος του Μπαμπούκου. Αλλ' ο Πάπος του έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον, από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν.

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.

Κρατήσου στερεά· μη πιστεύσης μόνον, ότι ημπορεί να πέσης κάτω· τότε δεν πέφτεις! ήτο η παλαιά διδασκαλία και αυτήν ηκολούθησε· εκρατήθη στερεά, εσκαρφάλωσε· ήτο βεβαιωμένον, ότι δεν θα πέση και δεν έπεσε. Ήδη αντήχει λαρυγγισμός, δυνατός και εύθυμος. Ο Ρούντυ εστέκετο επάνω εις τον στερεόν βράχον με τον αετιδέα του.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον πολύ από τον Αγ. Ιωάννην.

Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.

Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τ' αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου.

Ας προτιμήση δε έκαστος και τον μεγαλίτερον βράχον να μετακινήση παρά τον μικρόν λίθον, ο οποίος ορίζει την φιλίαν και την έχθραν με ένορκον εγγύησιν των θεών. Δηλαδή το έν μεν εγγυάται ο ομόφυλος Ζευς, το δε άλλο ο Ξένιος, αυτοί δε οργιζόμενοι επιφέρουν πολέμους αμειλίκτους.

Και πάλιν ανελάμβανε το δισάκκιον και ανέβαινε· και πάλιν ίστατο διελθών ήδη τας ευσκίους υπωρείας και αναβαίνων τον απρόσιτον της κορυφής βράχον με τας ελικοειδείς υπ' αυτού λοξευθείσας καμπάς του, εστεφανωμένας με στέμματα χλοερά μαργαριτών και αιμοχρόων μυκώνων.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον: «Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα». Εξημέρωσε Κυριακή;

Το χωρίον επάνω εις τον βράχον του ανεπαύετο ως κλωσσούν αγριοπερίστερον. Κανείς δεν εφαίνετο έξω άνθρωπος. Αλλ' ο Μανώλης της Αλτανούς με την γαλάζιαν χονδρήν γούναν του και τον γαλάζιον κούκον του ευρίσκετο εντός της σκαμπαβίας του, ετοιμάζων αυτήν προς πλουν.