Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Ήτον τον Αύγουστον μήνα. Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι' αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον.
Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν.
— Έχεις δίκαιον. — Και ο αφέντης πού είνε; ηρώτησεν ο Πρωτόγυφτος. — Προ μιας ώρας ανεχώρησε διά την Σπάρτην. — Λοιπόν θα υπάγης και συ εκεί; — Αύριον πρωί. — Ναι, αλλά φύγε απ' εδώ να μη σε ιδή. Ο άνθρωπος εξελθών, εστράφη περί τον βράχον, και απεμακρύνθη ταχέως. Ο Γύφτος επανήλθε προς την Αϊμάν και τη είπε· — Πάμε, κόρη μου. — Μας δέχονται; ηρώτησεν η νέα. — Μας δέχονται. Είνε καλοί άνθρωποι.
Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε 'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255
— Καλά, νάχης την ευχή . . . Τώρα, αν σε καλουμάρουν, έχε θάρρος. — Η ευχή σ', παπά μ'. Εφαίνετο αποφασισμένον ότι ο Στάθης θα κατεβιβάζετο διά σχοινίου εις τον βράχον, διά να ζητήση τας δύο χαμένας αίγας του. Μόνον ο Περηφανάκιας έλαβε πάλιν τον λόγον·
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αναλύομαι εις δάκρυα, αι κόραι μου στάζουν διαρκώς όπως η πηγή, η οποία τρέχει από βράχον ανήλιον. ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονόν μου, πως να σωθώ από αυτήν την δυστυχίαν!
Δωδεκαετής εζώσθη τα άρματα και συνεπολέμησε μετά του γενναίου αυτού πατρός και των άλλων λεοντοκάρδων Σουλιωτών, συμμεριζόμενος τας κακουχίας και τους κινδύνους εκείνων, πηδών από βράχου εις βράχον ως έλαφος και αγωνιζόμενος υπέρ της πατρίδος. Έφηβος ήτο ο Δημ.
Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.
Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι.
Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν