United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι δύο αδελφαί πλέξασαι προχείρους στεφάνους αγροτικούς εκ της αγριαμπελιάς και κοσμήσασαι τούτους με αγριολούλουδα και τριαντάφυλλα εν ωραία αντιθέσει χρωματισμών έθεσαν αυτούς εις την κεφαλήν των, και αποδιώκουσαι ούτω από του τρυφερού προσώπου των τας ακτίνας του οχληρού ηλίου έτρεχον εδώ και εκεί ως ψυχαί πτερωταί, ως νύμφαι ορεστιάδες επί των ανθέων εν χαρά και αγαλλιάσει μικρών παιδίων.

Και μετά δύο μηνών πλουν είδαμεν μακράν εις την θάλασσαν ένα μικρότατον νησί· πρώτον μεν εχάρημεν διότι ανεκαλύψαμεν νέον τόπον, αλλ' όσον επλησιάζαμεν και το εβλέπαμεν μεγαλύτερον τόσον τα καράβια μας και χωρίς άνεμον έτρεχον προς αυτό.

Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.

Αλλά με την πάροδον του καιρού ήρχισε και αυτή η ζωή να μη του κάμνη καμμίαν εντύπωσιν. Τίποτε εξ όλων των περί αυτόν, ούτε η φύσις η μαγευτική, ούτε τα δροσερά νερά, τα οποία έτρεχον μουρμουρίζοντα εδώ κ' εκεί, ούτε τα κοπάδια των προβάτων και των αιγών, ούτε το τραγούδι και ο περιπαθής ήχος της φλογέρας είλκυον την προσοχήν του.

Αλλ' ευθύς που εξημέρωσεν, είδαμεν τον άγριον Κύκλωπα τυφλόν, με άλλους δύο ομοίους του, που τον εκρατούσαν φέροντές τον προς το περιγιάλι, συντροφιασμένους από ένα πλήθος παρομοίων κυκλώπων αρσενικών και θηλυκών, καθώς εδιακρίνοντο από το σχήμα και από τα σημεία, οι οποίοι όλοι έτρεχον με μεγάλην ορμήν, άλλοι έμπροσθεν και άλλοι όπισθεν.

Η ημέρα προεμηνύετο ωραία αν και νέφη τινά μαύρα, ως κάπαι ποιμενικαί, έτρεχον γοργά, ακολουθούντα του πρωινού βορρά το ρεύμα.

Εις το μέρος λοιπόν τούτο έτρεχον εκάστοτε μετά των ομηλίκων μου, κατά τας εορτάς μάλιστα, όταν ετελούντο πανηγύρεις. Και έβλεπες διά μιας το ερημωμένον μέρος ζωοποιούμενον και λαμβάνον χαρωπήν όψιν, και αι από μακρών χρόνων σιγώσαι ηχοί ήρχιζαν ν' αντιλαλώσι τας φαιδράς κραυγάς των παιδίων, και την χελιδονώδη λαλιάν των νεαρών γυναικών.

Μετά τούτους εφάνησαν άλλοι, οι οποίοι καθήμενοι επί φελών, εις τους οποίους είχον ζεύξει δύο δελφίνας, ηνιόχουν• οι δε δελφίνες προχωρούντες έσυρον τους φελούς ως οχήματα και έτρεχον. Ούτοι ούτε μας επείραξαν, ούτε μας απέφευγαν, αλλ' έτρεχον αφόβως και ειρηνικώς και εθαύμαζαν το είδος του πλοίου μας, το οποίον παρετήρουν εξ όλων των μερών.

Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα.

Εφόρουν τα καινούργια υποδήματά μου, υπερήφανος διά το τρίξιμόν των, εξεκρεμούσα την λαμπαδίτσα μου, και έτρεχον πρώτος- πρώτος εις την Ανάστασιν, ενώ ο κώδων εσήμαινεν ακόμη. Αχ! πόσον γλυκύς μου εφαίνετο ο ήχος του τότε μέσ' 'ς τα μεσάνυκτα!