United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας, ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον. Ας προχωρήσωμεν. Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν; Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε ό,τι άλλο θέλετε.

Η μία χειρ συνέθλιβε τον αέρα, η ετέρα διετρύπα τα όρη, η άλλη κατέσκαπτε την γην, και υπέτασσε τα νέφη, και τας θαλάσσας υπεδούλωνεν. Η κεφαλή της έφθανε μέχρι των άστρων, αλλ' οι πόδες της εις τον βόρβορον εκυλίοντο. Και είδον ανθρώπους καθαρίζοντας τους πόδας αυτής με ιδρώτα και αίμα, και πλειότερον σπιλούντας αυτούς.

Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήτο πάντοτε υποκρίτρια. — Αλλ' όταν τα ελαττώματα ριζόνωνται εν ημίν — ω συμφορά! — οι σώφρονες θεοί μας αποτυφλούσι, βυθίζουσι το λογικόν μας εις τον ίδιον ημών βόρβορον, κάμνουσιν ημάς να λατρεύωμεν τα σφάλματά μας, και μας σκώπτουσι βαδίζοντας την οδόν της καταισχύνης! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έως εκεί κατηντήσαμεν; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε εύρον ως ψυχρόν φαγητόν επί του πινακίου του αποθανόντος Καίσαρος.

Όταν επέστρεφε, τα παιδία της γειτονιάς ημίγυμνα και ανυπόδητα εις το τόσον ψύχος, πλην ροδοκόκκινα και υγιέστατα, άλλα ξανθά και λευκότατα, άλλα μελαχρινά, με οφθαλμούς λάμποντας εκ πονηρίας, μέλη παχουλά, έπαιζον βυθιζόμενα μέχρι γόνατος εις τον βόρβορον του δρόμου κ' ετόνιζον εν συμφωνία το τραγούδι των ορφανών: Έπιασ' η ψιχάλα, ποιος μας δίνει γάλα!. . — Έπιασε το τούρτουρο, ποιος μας δίνει βούτυρο!. . — Έπιασε το χιόνι, ποιος μας συμμαζώνει!. . .

Δεν είναι η Τύχη, αλλά δούλος αυτής και υπηρέτης της θελήσεώς της. Είναι μέγα τι η εκτέλεσις της πράξεως εκείνης, ήτις θέτουσα τέρμα εις πάσας τας λοιπάς, δεσμεύει τας συμφοράς, και κλείει την θύραν εις τας περιπετείας· της πράξεως εκείνης ήτις αποκοιμίζει, και αίρει διά παντός τον βόρβορον εκείνον, εκ του οποίου λαμβάνει την τροφήν και επαίτης και Καίσαρ.

Αλλ' ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι' αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κ' εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου: — Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπάρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!. . .

Επειδή δε αι ημέραι αύται είνε σπάνιαι, σπανιώταται εν Αθήναις, διότι και όταν ήνε κονιορτός, ηξεύρουσι την τέχνην οι καταβρέκται του Δήμου να μεταβάλλωσιν αυτόν εις βόρβορον, μειδιά ήδη βεβαίως εν μακαριότητι ο κύριος Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι μακρόν καιρόν θα αναμείνωμεν την ανατολήν της εξαιρετικής εκείνης ημέρας,

Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον. — Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος . — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα! Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος. Εισήλθομεν εις του Ψυρή.

Αληθές είνε ότι οι πεζοί και οι ημιμαθείς αποκαλούσι περιφρονητικώς όνειρον την ανύψωσιν εις τοιούτον κόσμον, οι μέγιστοι όμως των φιλοσόφων πάσης εποχής και χώρας, κηρύττουσιν ενί στόματι τον τέλειον τούτον νοητόν κόσμον πολύ πραγματικώτερον του υποπίπτοντος εις τας αισθήσεις ημών και την εις αυτόν ανύψωσιν επί των πτερύγων της διαλεκτικής ή της τέχνης, ως τον μόνον τρόπον, δι' ου δύνανται να προγευθώσι της μελλούσης μακαριότητος οι πατούντες τον βόρβορον του τρισαθλίου ημών πλανήτου.