Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Ο Αγαθούλης τόσκασε όσο μπορούσε γρηγορώτερα σ' ένα άλλο χωριό: αυτό ήτανε Βουλγαρικό και οι Άβαροι ήρωες τόχαν περιποιηθή με τον ίδιο τρόπο. Ο Αγαθούλης πάντα βαδίζοντας πάνω σε μέλη, που σπάραζαν ή ανάμεσα σε ρημάδια, έφτασε τέλος, όξω από το θέατρο του πολέμου, έχοντας μερικά τρόφιμα μέσα στο δισάκκι του και μη ξεχνώντας ποτέ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τεσσάρας με όμοια ενδύματα εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων. Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγειναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.

Εσκέπτετο προς τούτοις ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και αμέσως ετράπη εις φυγήν. Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν. Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον μέτωπόν του.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήτο πάντοτε υποκρίτρια. — Αλλ' όταν τα ελαττώματα ριζόνωνται εν ημίν — ω συμφορά! — οι σώφρονες θεοί μας αποτυφλούσι, βυθίζουσι το λογικόν μας εις τον ίδιον ημών βόρβορον, κάμνουσιν ημάς να λατρεύωμεν τα σφάλματά μας, και μας σκώπτουσι βαδίζοντας την οδόν της καταισχύνης! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έως εκεί κατηντήσαμεν; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε εύρον ως ψυχρόν φαγητόν επί του πινακίου του αποθανόντος Καίσαρος.

ΙΟΎΛ. Ω Ρωμέων, τι δήτα Ρωμέων έφυς; πατέρα τ’ αναίνου κώνομ'· ει δε μη θέλεις, όμνυ φιλήτωρ τήςδε πιστώς εμμενείν, καγώ δόμων τε και γένους εξίσταμαι. Ούτω κατά την παιδικήν μου ηλικίαν πολλάκις είδον εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως τους υπηρέτας βαδίζοντας προ των Αρμενίων Κυριών αυτών, όπως ταις ανοίγωσι τον δρόμον.

Ο Έφις έβαλε τους τυφλούς να καθίσουν με την πλάτη στον τοίχο και μπήκε στο ξωκλήσι βαδίζοντας στις άκρες των ποδιών μέχρι που έφτασε στα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας όπου ο ντον Πρέντου, γονατιστός και ακίνητος, προσευχόταν με το πρόσωπο ανασηκωμένο, με τα μαλλιά του γαλαζωπά στο χρυσαφί μισοσκόταδο των κεριών, με τη φόδρα από την άκρη του καπότου του να προβάλλει κόκκινη, με το σπιρούνι στο πόδι, όμοιος σε όλα με τους Βαρόνους σε προσκύνημα, όπως τους είχε δει ο υπηρέτης ζωγραφισμένους σε μια παλιά εικόνα της εκκλησίας.

Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.

Μας έπιασε ο Βασιληάς!» — Ναι, είπε ο Τριστάνος, επήρε το σπαθί μου. Ήτανε μόνος, θα φοβήθηκε, και πήγε να φέρη ενίσχυσι. Θα γυρίση, και θα μας κάψη μπροστά σε όλο το λαό. Ας φεύγουμε!...» Βαδίζοντας ολημερίς, μαζύ με τον Γκορνεβάλη, φεύγουν για την Ουαλλία, μέχρι τα τελευταία όρια του Μορουά. Τι μαρτύρια τους φέρνει αυτή η αγάπη! ...

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν