United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει. Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό.

Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχειτην ψυχή του συγνεφιά. Μεςτο λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.

Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.

Μια νύχτα λοιπόν αμέσως, ναυλόνει ένα ψαροκάικο και ιδού πρωί-πρωί εις το εξωτερικόν ο κυρ-Δημάκης, με μίαν κάπαν κ' ένα δισάκκι μόνον, εις το ελληνικόν έδαφος, τα οποίον αφού προστατεύη τόσους και τόσους, δεν ηδύνατο ν' αρνηθή την προστασίαν του και εις τον κυρ-Δημάκην, ο οποίος εχρεώστει ενοίκια χωρίς να το θέλη. Αυτό ήτο το μόνον έγκλημά του.

Μαζύ του κι' ο Δημήτρης Κρατώνταςτο δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας, Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, Με τη στερνή του την πληγή.

»Τώρα που εκόρνιασαν κι' ολόγυρά μου Σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί Πάρ' το δισάκκι σου, πάρ' τάρματά μου, Ξύπνα να φύγωμε πριν έρθ' η αυγή.» »Θέλω το χάραμμα, πώβγαινε πρώτο Και μου καμάρονε τη λεβεντιά, Ταγέρι πώτρεχε, χνώτο με χνώτο, Και μου ζωντάνευε τα σωθικά

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.

Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά... Χτύπο δεν άκουσε... Μόν' η καρδιά του Μέσατα στήθιά του, βαρεί, πετά. Του φάνηκε ότι εξέφυγε... Εμέτρησ' ένα ένα Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα Το μαύρο το κλεφτόπουλοτο φοβερό του δρόμο. Σιμάτη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο Το έρμο το δισάκκι του... Το μάτι του έχει αντάρα.

Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων. — Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα. — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκιτον ώμο του. — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι. Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Εις τους πυρίνους του αρχιληστού οφθαλμούς νέαι φλόγες απήστραψαν. Ο δε Θανάσης προσθέτει: — Όταν μου έδωσες το δισάκκι, τα χρήματα ήσαν εις το εμπροσθινόν μέρος, το οποίον εβαστούσα καλά με τα δυο μου χέριατην αγκαλιά μου.