United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του διαβόλου η γύφτισσα. — Δεν την μέλει τέσσαρα. — Έκλεψε και δεν θέλει να το πη. — Και τι ψεύτρα! — Μπροστά 'στά μάτια μας να πη φοβερό ψεύμα! — Τέτοιοι είνε, αυτοί οι Γύφτοι! — Κατηραμένη φυλή. — Κλέφταις και ψεύταις. — Άθεοι. Και το πλήθος διελύθη. Έκαστος δε απεκόμιζεν ως λάφυρον έν ράκος εκ του διαρραγέντος πέπλου της αθωότητος.

Η ξένη δεν απήντησεν εις τούτο, μόνον επέφερεν: — Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω, κυρά· εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τάχετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ; Πράγματι, εκείνο το οποίον εφαίνετο ως δέσμη ήσαν τέσσαρες ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τους πόδας, και τυλιγμένοι εις μέγα πλατύ ράκος. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ο κλωγμός των ορνίθων.

Εφρικίων βλέπων οποίον τέλος επεφύλασσετο εις τον γέροντα υπό της κωφότητος απομονωθέντα και εις ράκος εγκαταλελειμμένον θεόν της Συμφωνίας. Εφ' όσον όμως ανεγίνωσκον τας πράγματι οδυνηράς εκείνας σελίδας, ενόμισα αίφνης ότι έβλεπον εκτυλισσομένας εμπρός μου τας τελευταίας ημέρας του μεγάλου Έλληνος συγγραφέως διά τον οποίον, όπως έγραφεν ο κ.

Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος της έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός. — Αυτό θα είναι το σάβανό μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού. Τέλος, καθώς εκάθησε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελλούκαν, να έρχεται, παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα.

Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος. Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν.

Είν' ευτυχής, πλέων εις ωκεανόν εξουδενώσεως . . . — Θέλω! λέγει η Κίρκη. — Ό,τι θέλεις, απαντά εκείνος. Η Κίρκη έχει ορέξεις καταστρεπτικάς, ορέξεις λυκαίνης! έχει δίψαν διαρκή, ακόρεστον . . . Και υπό την μαγγανείαν των σατανικών της βλεμμάτων σύρετ' εκείνος άνευ θελήσεως ιδίας, ράκος ελεεινόν, ανεμώλιον . . . Και τρέχει τον κατήφορον με χαράν έξαλλον . . .

Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση. Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.

Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων. — Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα. — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκιτον ώμο του. — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι. Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Ο Νικολός εκαθάριζε της σαρδέλλες, εγώ έσπαζα τα σφιχτοβρασμένα αυγά, κι' ο Γιαννιός από έν κλειστοπίνακον, το οποίον είχε τυλιγμένον με λευκόν ράκος μέσα στην τσέπην του ναυτικού χιτωνίου του, έβγαλε τρεις ή τέσσαρες πέρκες τηγανητές και πέντε ή έξ κεφτέδες. Μόλις εκάμαμεν τον σταυρόν μας κ' εβάλαμεν δύο ψωμούς στο στόμα, κ' επαρουσιάσθη κάτι ωσάν οπτασία εις τα όμματά μας.

Το θυγάτριον, μικρόν ράκος δύο ημερών ζωής, το οποίον είχεν έλθη κι' αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής.