United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κατά την εισβολήν του εν τω δρυμώ απέμεινεν εκεί, διαγκυλωθέν υπό τινος ακανθωτού και σκληρού θάμνου, το όπισθεν μέρος του δισακκίου, εν ώ περιείχετο τα χρυσίον, όπερ αισθανθείς εν τη ορμή του συλληφθέν, ενόμισεν ότι αι Νεράιδες, συλλαβούσαι, είλκον αυτό εν βία προς τα όπισθεν.

Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων. — Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα. — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκιτον ώμο του. — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι. Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Ην και ο όγκος ο βαρύς του δισακκίου επί του ώμου του, περιπλεκόμενος κ' εμποδίζων αυτού την ελευθέραν διάβασιν.

Υπακούσας ο φίλος εξετέλεσε την σκληράν διαταγήν και λαβών την προσφιλή του αρχηγού του κεφαλήν, κατέθεσεν αυτήν εντός δισακκίου και εσώθη φεύγων. Διωκόμενος ακαταπαύστως υπό των εχθρών και μη στέργων να παραιτήση την πολύτιμον παρακαταθήκην, έτρεχεν επί πολλάς ημέρας, εν μέσω κρημνών και βράχων, ζητών απόκεντρον και άγνωστον τινα κρύπτην, όπως ασφαλώς ενταφιάση το πεφιλημένον λείψανον.

Αλλ' ο γέρων βλέπων το ανθηρόν της υγείας του, μετ' ολίγον καιρόν επέβαλεν εις αυτόν να περιέρχηται την πόλιν μετά μεγάλου δισακκίου και να συνάζη ελέη των χριστιανών, διά τον Άγιον Γεώργιον. Εις το χωρίον του, είνε αληθές, ο Μιστόκλης εξετέλει και αγροτικάς εργασίας, αλλ' είχεν έλθει εις τας Αθήνας, αποβλέπων εις στάδιον ευγενέστερον.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Εκείθεν δε χωρίς να ομιλήση, έθεσε το βαρύ δοχείον μετά του χρυσίου εντός πεπαλαιωμένου και ρακοπλέκτου δισακκίου, όπερ ευρέθη προχείρως εκεί, εν τω ετέρω των σάκκων έθεσεν άρτους τινάς ξηρούς καλογηρικούς και προς τροφήν και διά το ισοστάθμισμα του δισακκίου και φορτώσας τούτο εις τον ώμον του πιστού Θανάση είπε να κρατή καλώς και μετά προσοχής τον εμπρόσθιον σάκκον.

Διά τούτο βαρέως έβλεπε τους ώμους του εξασθενίζοντας από το αφόρητον άχθος του δισακκίου. Τότε κατά πρώτον είδε καθ' ύπνους την Μοίραν του ως άγριον και δυσαχθές γερόντιον, απεσκληρωμένον και πολιόν, να θεωρή τον νεαρόν νησιώτην ως τι μελιτωμένον πλακούντιον, έτοιμον εις βρώσιν.

Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γείνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας.

Πατών εις την καταπρασίνην εκείνην λόχμην και διά μέσου των τερπνών πεύκων αναβαίνων την βουστροφικήν οδόν του ο Μιστόκλης, ασθμαίνων από το βάρος του δισακκίου, ίστατο κατά δεκάδας βημάτων να ίδη πότε μεν τα γλαυκά του Σαρωνικού νερά και πότε τους θαλερούς αμπελώνας του Γουδίου.