United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός και η μικρά συνοδία Του έζων από τας νομίμους κτήσεις των, ή από το πρωιόν της εργασίας των, είχον δε και γλωσσόκομον ιδικόν των, προς τε ιδίαν χρήσιν και διά τα ελέη τα εις άλλους. Εκ τούτου εφρόντιζον διά τα απλούστερα τα αναγκαιούντα εις το Πασχάλιον γεύμα, και διένεμον ό,τι ηδύναντο εις τους πτωχούς.

Η συνήθεια αύτη, εξορισθείσα των εκκλησιών της Δύσεως μετά της εορτής του Όνου και των άλλων γοτθικών λειψάνων του μεσαιώνος, κατέφυγε παρ’ ημίν όπου διατηρείται ακέραιος και ακμαία, καθιστώσα καθ' ημέραν ερημοτέρους τους ναούς, ψυχροτέραν την ευλάβειαν και ελαφρότερα τα ελέη των ορθοδόξων. Αι θρησκείαι ομοιάζουσι τας γυναίκας.

Ο γλυκύς αυτός πόθος του δεν εβράδυνε να εκπληρωθή, διότι μίαν άλλην ημέραν φορτωμένος το δισσάκιον των ελεών, με τα χονδρά του ράκη και τα μεγάλα κρητικά υποδήματα, με τα λεπτοκαμωμένα και σκολιά ποδαράκια του, αναβαίνων τον ελικοειδή δρόμον, κατέπεσεν από του καύματος υπό τινα δροσεράν πευκών συστάδα, και ανακλιθείς, με προσκέφαλον το δισάκκιον, εβυθίσθη εις δροσερόν ύπνον, και εβράδυνε να κομίση προς τον Γέροντά του το δισάκκιον με τα ελέη, διαρπαγέντα, κατά τον ύπνον του, υπό λωποδυτών.

Ερημίτης μοναχός, ασκητεύων υπό βράχον τινά, όχι μακράν του Πληθωνείου άντρου, εδέχετο ταπεινοφρόνως τα ελέη των ευλαβών χριστιανών. Νύκτα τινά ωνειρεύθη ότι έμελλε να καή απ' άκρου εις άκρον η άλλως άκαρπος και πετρώδης χώρα, αν δεν κατεστρέφετο εκ βάθρων η φωλεά εκείνη της λατρείας των δαιμόνων.

Δεν επέβαλε τα ελέη Του εις εκείνους οίτινες Τον απέρριπτον. Καθώς ολίγω ύστερον το έθνος Του κατήντησε να προτιμήση τον Βαραββάν, τον φονέα και ληστήν, από τον Κύριον της Ζωής, ούτω τώρα οι Γαλιλαίοι έπεσαν εις παραχώρησιν καταδικασθέντες να κρατήσωσι τους Φαρισαίους των και να χάσωσι τον Χριστόν των.

Αλλ' ο γέρων βλέπων το ανθηρόν της υγείας του, μετ' ολίγον καιρόν επέβαλεν εις αυτόν να περιέρχηται την πόλιν μετά μεγάλου δισακκίου και να συνάζη ελέη των χριστιανών, διά τον Άγιον Γεώργιον. Εις το χωρίον του, είνε αληθές, ο Μιστόκλης εξετέλει και αγροτικάς εργασίας, αλλ' είχεν έλθει εις τας Αθήνας, αποβλέπων εις στάδιον ευγενέστερον.

Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως: — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Διότι οι ερασταί και παρά την αλήθειαν επαινούσι κάθε λόγον και κάθε πράξιν σου, είτε διότι φοβούνται μη σε δυσαρεστήσωσι είτε διότι και οι ίδιοι απατώνται ένεκα του πάθους των διότι τοιαύτας πλάνας παρέχει ο έρως· όταν δυστυχούσιν εις τον έρωτα, τους κάμνει να νομίζωσι λυπηρά και τα πράγματα τα οποία δεν παρέχουσιν εις τους άλλους λύπην· όταν ευτυχούσι δε, αναγκάζει να εγκωμιάζωσι πράγματα τα οποία οι άλλοι θεωρούσιν ανάξια ευχαριστήσεως· ώστε πολύ περισσότερον αρμόζει να ελεή τις παρά να ζηλεύη τους αγαπωμένους.