United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε: — Τι; Ποίος είσαι; — Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς. — Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις; Ο Απόστολος απεκρίθη: — Θέλω να σε σώσω. Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου. — Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν. — Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; ηρώτησεν ο Παύλος.

Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος. Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν.

Ούτε συκοφάντην φοβείσαι συ, ούτε ληστήν μήπως ανέβη τον αυλόγυρον ή τρυπήση τον τοίχον του σπιτιού σου, ούτε κοπιάζεις και σκοτίζεσαι να λογαριάζης ή να ζητής τα οφειλόμενα, ούτε με τους διαχειριστάς και καταχραστάς οικονόμους τσακώνεσαι.

Προς τούτους ιδίως εστράφη και είπεν αυτοίς, «Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλωνΌτε ήμην καθ' ημέραν μεθ' υμών εν τω Ιερώ δεν ήρατε χείρας εναντίον Μου. Αλλ' αύτη είνε η ώρα σας, και η κακή άδεια του σκότους. Οι τελευταίοι ούτοι λόγοι απέσβησαν και την υστάτην ακτίνα της ελπίδος εις πνεύματα των οπαδών Του.

Εις δε την Επίδαυρον κατέστρεψε τον ληστήν Περιφήτην· εις τον ισθμόν τον απάνθρωπον Σίνιν, τον και Πιτυοκάμπτην επονομασθέντα· εις τα Μέγαρα τον άσπλαγχνον Σκίρωνα· εις την Ελευσίνα τον Κερκύονα· επί τέλους δε εξολοθρεύσας και τον ληστήν Προκρούστην, ενδόξως εισήλθεν εις τας Αθήνας.

Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν. Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της τραπέζης. Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα.

Δεν επέβαλε τα ελέη Του εις εκείνους οίτινες Τον απέρριπτον. Καθώς ολίγω ύστερον το έθνος Του κατήντησε να προτιμήση τον Βαραββάν, τον φονέα και ληστήν, από τον Κύριον της Ζωής, ούτω τώρα οι Γαλιλαίοι έπεσαν εις παραχώρησιν καταδικασθέντες να κρατήσωσι τους Φαρισαίους των και να χάσωσι τον Χριστόν των.

Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος. — Πήγαινετο μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι. Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.