United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Και την φωνήν της την γνωρίζεις, την ήκουσας τοσάκις να λαλή ευθύμως• και νομίζεις τώρα ότι ακούεις τους γοερούς κραυγασμούς της, ότι την βλέπεις με ανεστραμμένην την κεφαλήν και την κόμην λυτήν αγομένην εις την αιχμαλωσίαν, εις την καταισχύνην• και συλλογίζεσαι τον άνδρα της και τα τέκνα της!

Ενώ παρετήρουν το άλογον, χωρίς να φαίνεται άλλο σημείον ανθρώπων, που να κατοικούν εκεί εξαίφνης ήκουσα μίαν φωνήν ανθρώπου, που ομιλούσεν ωσάν από ένα υπόγειον σπήλαιον και μετ' ολίγον βλέπω και εφάνη εκείνος ο άνθρωπος, και έρχεται προς με, και με ερώτησε ποίος ήμουν· και εγώ του διηγήθηκα το ατύχημα που μου συνέβη.

Ο Ευκράτης μου ένευσε να καθήσω πλησίον του εις το κρεβάτι και εχαμήλωσε την φωνήν του κατά τον τρόπον των αρρώστων όταν με είδε, αν και όταν έμβαινα τον ήκουσα να λέγη κάτι τι με φωνήν δυνατήν. Εγώ δε με πολλήν προσοχήν, μήπως εγγίσω τα πόδια του και με τας συνήθεις δικαιολογίας, ότι δεν εγνώριζα πως ήτο άρρωστος και ότι μόλις το έμαθα έτρεξα κ' επήγα, εκάθησα πλησίον του.

Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας απελπισθείς ότι θα τον ενόει ποτέ αυτός ο «χονδροκέφαλος», ο Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, έστρεψε τα νεύματα και τας χειρονομίας του προς τους εν τη άλλη λέμβω, και ήρχισε να τους χαιρετίζη με το καπέλλον, με το μανδήλιον και με την φωνήν: — Καλώς, ορίστε, κύριοι! Ορίστε στο κόττερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! ορίστε!

Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον θαυμαστούς μουσικούς.

Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων. — Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!

Εβγάνοντας το λοιπόν από το μετζίτι, επήγα εις μίαν πόρταν ενός μεγάλου παλατίου, και με φωνήν τρανήν εζητούσα ελεημοσύνην. Μία γραία σκλάβα έρχεται ευθύς με ένα ψωμί εις το χέρι διά να μου το δώση και τον καιρόν που άνοιξε την πόρταν διά να μου το δώση βλέπω από μέσα εις το παλάτι μίαν νέαν κυράν εξαισίας ωραιότητος.

Ο Κουλούφ ακούοντάς ταύτην την φωνήν, σηκώνει τους οφθαλμούς του και γνωρίζει εις τον Βασιλέα τον ίδιον Οφφικιάλιον, που είχεν υπάγει διά να τον ιδή εις το σπήτι του, και που με το να τον ενόμιζεν αληθώς πως ήτον Οφφικιάλος του Ουσβέκ Χαν, του είχε διηγηθή τα μυστήριά του· και τότε γνωρίζοντας ότι ο Οφφικιάλος ήτον αυτός ο Βασιλεύς ο ίδιος, έπεσε με το κεφάλι εις την γην όλος έντρομος.

Μετ' ολίγον, επειδή η εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχεν έλλειψιν ιερέως, ο παπά-Σταύρος κατώρθωσε δι ολίγων ζευγών καπονίων και χηνών να μετατεθή εις Λεχαινά, χωρίς βέβαια η νέα θέσις να ευρύνη το παραμικρόν τας θεολογικάς γνώσεις του. — Ε, και τι θες από 'μέ; ηρώτησε με την χονδρήν φωνήν του τον Δημήτρην, αφού ήκουσε τους λόγους του. — Ήρθα να μου 'πή η αγιοσύνη σου, τι να κάμω.