Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου, εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου; — Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει.

Α, ακριβόν μου πουλί, διατί με υστέρησες έτσι ογλήγορα; πώς ημπορώ να υποφέρω μην ακούοντας πλέον την γλυκειάν σου φωνήν και τα νόστιμά σου παιγνίδια; Αυτά και άλλα λέγοντας ήτον τόσον περίλυπη, που καμμιά από τες σκλάβες της δεν ημπόρεσε να την παρηγορήση.

Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος·Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει.

Είντα να σου πω κεγώ απού την αγρίεψες με το φέρσιμό σου, είπεν η Καλιώ με φωνήν εις την οποίαν διεκρίνετο ακόμη η δυσαρέσκεια. Μα άφησε δα να ξεμπλέξης πρώτ' απού τσοι Θωμαδιανούς. Εκεί έπρεπε να χωρισθούν και η Καλιώ διηυθύνθη εις τον κήπον της. Ήτο φαιδρά θερινή πρωία, αλλ' η χήρα εβάδιζε βαρύθυμος εις την χαράν εκείνην της φύσεως.

Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κ' εννόει τους λόγους της, σιγά-σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κ' εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κ' εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κ' επανελάμβανε γελώσα: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!. .

Οι ανθρώπινοι όμως συνθέται παρά πολύ περιπλέκουν και συνταράσσουν τα τοιαύτα παραλόγως, και ημπορούν να προξενούν γέλωτα εις όσους από τους ανθρώπους λέγει ο Ορφεύς ότι εδόθη από την μοίραν καλαισθησία της τέρψεως. Αλλ' είναι ανάγκη να απαντήσωμεν, ότι είναι φορτωμένον από πολλήν αγροικίαν παν ό,τι έχει πολλήν φιλίαν με την ταχύτητα και με την ζωώδη φωνήν χωρίς διακοπήν.

Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.

Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πούαυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.

Πριν ανοίξη ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν γυναικεία φωνή απορηματική·Τι κλειστήκατε, θα-πω, μέσα; ακόμη δεν ενύκτωσε. Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ της.

Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση: — Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο εμπρηστής είναι αυτός: Και έδειξε τον Νέρωνα. Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν