Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Καθ' εκάστην ημέραν ο Ιησούς κατήρχετο εκ Βηθανίας την πρωίαν και μετέβαινεν εις Ιεροσόλυμα. Διατί την Τετάρτην δεν κατήλθε; διότι υπόπτευε την προδοσίαν; Την ημέραν εκείνην εν ταις αυλαίς του Ναού το πλήθος μάτην επερίμενε να ακούση την Φωνήν Του. Αναμφιβόλως ο λαός τον επερίμενε μετ' ανυπομονησίας· αναμφιβόλως οι Ιερείς και οι Φαρισαίοι τον ανεζήτουν μετ' απαισίας ελπίδος· πλην Αυτός δεν ήλθε.

Οι πλησιέστεροι μετέδιδον τους λόγους του εις εκείνους οίτινες ευρίσκοντο απωτέρω. Και αι κραυγαί της οργής ή της επιδοκιμασίας, αίτινες ηγείροντο εδώ και εκεί, συνεχωνεύθησαν μετ' ολίγον εις την άπειρον ομόθυμον κραυγήν: — Άρτον και ιπποδρομίας! Και αφού επέβαλε σιγήν διά της χειρός, πάλιν με φωνήν ηχηράν επανέλαβεν ο Πετρώνιος. — Σας υπόσχομαι άρτον και αγώνας.

Μήπως γνωρίζεις την γενεάν όπου κρατιέσαι; Δεν ξέρεις ότι μισητός στους συγγενείς σου τους πεθαμένους έλαχες και σ’ όσους ζούνε, και πως διπλή φρικτότατη των γονέων κατάρα από τας Θήβας, άθλιε, θα σε μακρύνη; Εσένα που καμώνεσαι γι’ ανοιχτομάτης, ποιος τόπος από την φωνήν δεν θ’ αντηχήση την εδική σου; ποιο βουνό, ποιος άλλος Κιθαιρών τέτοιον άνομον που έκαμες γάμον και μπήκες καλοτάξιδος σ’ αυτό το σπίτι; Αλλ’ ούτε των άλλων σου κακών το πλήθος γνωρίζεις που σε κάμνουνε με τα παιδιά σου ίσον.

Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω.

Και εβούισεν έως κάτω το βαθύ ρεύμα βοήν φοβεράν, ως εάν εβούισε τουφεκιά, καταπλήξασαν τα πτηνά, τα οποία εσίγησαν εις τας δροσεράς κρύπτας των. Η μεγαλητέρα, η Ελένη, 'σαν να ήκουσε την φωνήν την δευτέραν φοράν.

Είχε γείνει η πρώτη εις την κολυμβήθραν κατάδυσις, και ο παπάς εβάπτιζε «την δούλην του Θεού Αχλαδίαν», ότε η Σαϊτανικολίνα επλησίασε και με φωνήν διστακτικήν του είπεν: — Αγλαΐα είνε τόνομα, αφέντη παπά, Αγλαΐα. Ο ιερεύς διακόψας το βάπτισμα και κρατών μετέωρον το νήπιον, το οποίον εκραύγαζεν, απήντησεν: — Αγλαΐα, Αχλαδία το ίδιο είνε. Κατέχω κεγώ με τα ονόματα που πάτε και βγάνετε;

Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται άγνωστα και κατευχαριστημένα.

Την επιούσαν ευχαρίστως εμάθομεν ότι ο Γεροστάθης, ων ολίγον καλλίτερα, επεθύμει να μας ίδη· σιωπηλοί λοιπόν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα του ασθενούς. — Καλώς ήλθετε, μικροί μου φίλοι, με φωνήν βραγχνήν και αδύνατον μας είπεν ο γέρων, πολύ επεθύμουν να σας αποχαιρετίσω πριν διά παντός σας αποχωρισθώ· ευχαριστώ τον Πανάγαθον, όστις εισήκουσε και την τελευταίαν ταύτην ευχήν μου.

Πρέπει λοιπόν ν' αποφεύγη τοιούτον περιβάλλον ο ρήτωρ, καθότι εκτός των άλλων και η φωνή του ταράσσεται και χάνει την ευκρίνειαν και την καθαρότητα εις μέρος τόσον εύηχον, το οποίον αντιλαλεί και αντιφωνεί και αντιλέγει, και καλύπτει την φωνήν η ηχώ, όπως η σάλπιγξ τον ήχον των αυλών εάν συμπέσουν, ή τους κελευστάς η θάλασσα, όταν συνοδεύουν την κωπηλασίαν με άσμα συγχρόνως με τον θόρυβον του κύματος• διότι επικρατεί ο μεγαλείτερος ήχος και καλύπτει την ασθενεστέραν φωνήν.

Εσήκωναν τα κουπιά μαζί κ' ένας που ήταν αρχηγός τους έλεγε κάποιο τραγούδι· οι άλλοι σαν χορός εφωνάζανε με μια φωνή σύμφωνα με την φωνήν εκείνου.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν