United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Άλλες δεν ήταν πουθενά : αυτές μονάχα ανθίζανε σ’ όλον τον κάμπο . . κ' ήταν παγεμένες όλες μαζί κ' έσμιγαν τα κλαριά τους από πάνω ως κάτω σαν πηχτά χιονισμένα από τάνθη. . . Στάθηκε η Λιόλια θαμπωμένη, άφωνη!. . κ' έπειτα σα να την τραβούσε αυτή η λάμψη η γλυκειά : προχώρησε με βήματα αργά και με μάτια μαγεμένα. . . Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές έτοιμες να χορέψουν. . . Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσα τους άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί απόμονα πανάψηλα χορτάρια και λουλούδια μύρια.

Ο σιδερόδρομος ήταν κοντά, μα οι νέοι αγαπούσαν τ' άλογα, κ' ήθελαν και καλά να μβούνε καβαλάρηδες στην Πόλι, με τα χρυσά κομβία στα γελέκια τους, με τα κουμπούρια στη μέση και ταις καραβίναις στην πλάτη τους. Έτσι εξεκίνησαν με τα φλουριά στα κεμέρια τους. Έτσι έφθασαν ως στο γεφύρι του Λουλεβουργάζ, το ίδιο το γεφύρι που σκοτώθηκεν ύστερα και ο φτωχός ο αδελφός σου.

Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Βρισκόταν σ’ ένα δάσος που το έλεγαν Λίβανο εξ αιτίας των ψηλών κέδρων που φύτρωναν εκεί. Μέρος δροσερό. Και όλο το σπίτι ήταν φτιαγμένο από χρυσές και ασημένιες κολώνες, με τις τραβέρσες από γερό ξύλο, δουλεμένο, και το πάτωμα από μάρμαρο, όπως στις εκκλησίες.

Τελειώνοντας ετούτους τους λόγους ο Καλίφης τον επήρεν από το χέρι, και τον έφερεν εις ένα του περιβόλι πολλά ωραίον, εις την μέσην του οποίου ήταν δώδεκα στύλοι από μάρμαρον λευκόν, οι οποίοι εβάσταζον εις την κορυφήν ένα λουτρόν πολλά θαυμαστόν, εις το οποίον εμπήκαν και ελούσθηκαν.

Κοκκίνισε σαν την παπαρούνα τ' Απρίλη στο πρόσωπο, μου χάρισε και δεύτερη συμπαθητικιά ματιά που μου ανατάραξε τα σωθικά όλα. Όπως θολώνει κάθε διαβάτης στο πέρασμά του τα λαγαρά βάθη του ποπαμού, και με το σιγαλό της «ευχαριστώ» την άκουσα να μουρμουρίση και τούτα: — Αλλοίμονό μου, πώς κατάντησα. Ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα.

Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.

Μον αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι 175 Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλευρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατεβάζει αφρισμένο. 180 Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει·