United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω Δία, τι πράμα που μας έδινες: γυναίκες. ΧΟΡΟΣ Τρισάθλιο, σαν τους άντρες που τους διαγουμίζουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Και πάλι κακομελετάς μπρος στ’ αγάλματα; ΧΟΡΟΣ Απ’ τη μικροψυχιά τη γλώσσ’ αρπάζει ο φόβος. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αν σ’ το ζητούσα, μια ελαφρή μου ’κανες χάρη; ΧΟΡΟΣ Λέγε την το πιο γρήγορο και θα δω τότε. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Καϋμένη σώπασε, τους φίλους μην τρομάζης.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Στην ρίζα του, τρέχει γρήγορο το νερό καθαρής βρυσούλας, και πέφτει σε μαρμάρινη μικρή λίμνη, ήρεμο και διαυγές. Έπειτα ακολουθεί μια στενή κοίτη, περνάει έτσι όλον τον κήπο και φθάνει ως τον πύργο, περνώντας μέσα στο εσωτερικό του και μάλιστα μέσα στο διαμέρισμα των γυναικών. Λοιπόν, σύμφωνα με τη συμβουλή της Βραγγίνας, ο Τριστάνος έκοβε με τέχνη κομματάκια ξύλο και λεπτά κλαράκια.

Αυτό ηύρα κατάλληλο μέσο και γρήγορο για να κουνηθεί ένα μέρος τουλάχιστο της Ελληνικής κοινωνίας. Τώρα βρίσκονται άλλοι που προτείνουν να ξεσηκώσουν τις εργατικές τάξες του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους κατεπάνω στο κεφάλαιο. Δεν το αποκλείνω και αυτό ως καλό μέσο, μα μου φαίνεται πως γ ι α τ ώ ρ α πιο γρήγορα μπορεί να πιάσει το άλλο.

Πού τώρα να πετάξω και να φύγω, σε ποιά μεριά βαθειά και σκοτεινή, το πετροβόλημα για να γλυτώσω μαζύ με του θανάτου την ποινή; Πού θάβρω τώρα ενός πλοίου πρύμη ή γρήγορο τετράλογο αμάξι; Αλλοίμονο! δεν θα σωθώ, αν ίσως δεν θέλει ο θεός να με φυλάξη. —Τι σε προσμένει για να πάθης τώρα και συ, δυστυχισμένη μου κυρά! Μα είναι δίκηο να τιμωρηθούμε που ηθέλαμε την ξένη συφορά!

Σε κανένα του άλλο έργο δεν εξεδήλωσε τόσο άφθονη, τόσο πηγαία, τόσο σπαρταριστή αυτή του τη βέρβα. Μας παρουσιάζει μ' ένα ύφος γρήγορο και άνετο την αλλόκοτη και αξιοδάκρυτη μαζί Οδύσσεια του Αγαθούλη, αυτού τον δυστυχισμένου μεταφυσικού, που μπροστά στις τραγικότερες περιπέτειες μπορεί να συλλογίζεται περί αιτίας και αποτελέσματος.

Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση. — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο. Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου. — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.