United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πως μια φορά κ' έναν καιρό, μια μόν' ήταν η ρίζα Και χίλια τ' αντιρίμματα... 'Στα στήθια του αναβράζουν Σατο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση, Αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του, Ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λειβαδεύει Και βόσκει μεςτα ονείρατα, πότε του παραστένει Την άβυσσο, που ερούφηξε το βράχο πούχε χτίση Με στοιχειωμένα ριζιμιάτα Γιάννινα ο Βηζύρης, Και τότ' ενύχτονε η χαρά με μιαςτο μέτωπό του Επίκραιναν τα χείλη του, κι' ανατριχύλαις κρύαις Του ράγιζαν τα κόκκαλα και τώκοβαν το αίμα.

Σαν είδανε την πιστικιά ζυγώσανε να τη ρωτήσουν πούθε βγαίνει ο δρόμος. Αστροπελέκι έπεσε μπροστά τους. Θαμπώσανε τα μάτια τους. Στο λαιμό της πιστικιάς είδανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Η κλέφτρα δεν ήθελε να μαρτυρήση. Έλεγε πως τα βρήκε μέσα σε μια ρεματιά, στη ρίζα ενός πλάτανου. Και σαν της πήρανε το θησαυρό άρχισε τα κλάματα και τα παρακαλετά.

Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώθαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παράθυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου.

Βουνό, να σ' απολάψω, Μέσ' αφ' του χαμηλόκαμπου Τα βαρετά τα πλάτια, Τα βαρετά και τ' άδροσα, Τα λιοπυροκαμένα, Ο ευωδερός αγέρας σου Κι' ο δροσοβολισμένος Μου ροβολάει και μώρχεται Να με συναπαντήση Και μέσα μου νέα ύπατα. Νέα δύναμι μου δίνει Να ξεκαμπίσω, τα ισκερά, Να φτάκω τα ριζά σου.

Ναι, δεν ξέρω! Όσα σου είπα τ' άκουσα από τη μάννα μου. — Κ' η μάννα σου πού τα διάβασε; — Πουθενά· απ' τη μάννα της τάμαθε κ' εκείνη. Απ' τη μάννα της κι από τον πατέρα της. Δεν ξέρεις το λοιπόν πως κρατάμε από την ίδια ρίζα; — Το ξέρω, Ελπίδα, το ξέρω και το παραξέρω. Και γι' αυτό καταλαβαίνω πόσο μεγάλοι ήταν οι παππούδες μας. Ενώ εκείνος ο αδερφός μου!...

ΜΑΚΒΕΘ Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση; ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη; Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!

Άλλοι θαρθούν να πιούνε κι' άλλοι να τραγουδηθούνε στον ήσκιο του. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια: «Θεός σχωρέσ' τονε!» — Έννοια σου και τίποτε δε θα μείνη σε τούτον τον κόσμο! είπε σιγά και θλιβερά ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης. Έχουνε και τα δέντρα τη μοίρα τους. Άλλα το τσεκούρι, κι' άλλα ταστροπελέκι, κι' άλλα το σκουλήκι στη ρίζα. Αυτό είνε το χειρότερο. Ο κρυφός καϋμός...

Θα κάμη τέσσερα παιδιά από την ίδια ρίζα, που τόνομα του καθενός η τέσσερες θα πάρουν φυλές, οπού το βράχο μου 'κει πέρα κατοικούνε.

Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας. — Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη. — Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας. — Μα δεν τους άκουσα ποτέ. — Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.