United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμέ τα βουνά που, όταν είναι κάτω κανένας, μέσα στη ρεματιά, σου φαίνεται κι ανεβαίνουν από κάθε μέρος σα θεόρατος τοίχος. Μου θυμίζουν εκείνα τα δημοτικά, τα παραμύθια, που κάθεται ένας δράκος και φυλάει θησαβρούς. Το ίδιο κ' η Θεσσαλία. Πλούσιος τόπος χωρίς δρόμους· παλάτι μάλαμα γεμάτο, μα που είναι από μέσα κλειδωμένο. Ποίηση και δέντρα όσα θέλετε.

Άξαφνα, το ένα βουνό ζωντανέβει και στη μέση του βουνού βλέπεις φώτα αναμμένα, σα να είχε μάτια, χίλια μάτια το βουνό, σα να είτανε σπηλιές κ' η κάθε σπηλιά φλόγαείναι τα παράθυρα του χωριού που λάμπουν ένα ένα· χαίρεσαι και συλλογιέσαι· Εδώ θα λεν παραμύθια πολλά, θα λεν παραμύθια και στους Βόθρους. Να κ' η ρεματιά, να κ' οι Βόθροι! Σου ανοίγει την πόρτα του ένας χωρικός και μπαίνεις μέσα.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, — καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τάλεγε.

Έτσι περνούσε όλον τον καιρό του, δρασκελώντας βράχους και γκρεμνά, και δεν ήτανε τόπος στο μεγάλο του βασίλειο, που δεν τον ήξερε, δεν ήτανε κορφή που δεν την είχε πατημένα, δεν ήτανε λόγγος που δε χάρηκε τον ήσκιο του, δεν ήτανε ρεματιά που δεν τον δέχτηκε κι' ακρογιαλιά που δεν τον είδε. Τόμορφο βασιλόπουλο ήτανε βασιλιάς αληθινός στο βασίλειό του.

Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμης κουράγιο, ώςπου να φτάσης κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου. Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στην πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Ταηδόνια τραγουδούσανε μέσα στα δασά πλατάνια, και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε.

ΒΕΡΑΤάσσο, είναι κακό αυτό πού κάνεις. Σε παρακαλώ, μη! Είμαι άρρωστη, με σκοτώνεις. Έλα, Βέρα, να ξαναγυρίσουμε στην παλιά εξοχή, που μας πρωτοείδε να περπατούμε χειροπιασμένοι κάτω από τα μεγάλα δέντρα. Έλα. Θα σου δείξω ακόμη ένα μονοπάτι που δεν το περάσαμε. Θυμάσαι τη ρεματιά που κατρακυλίσαμε μια φορά, κρατημένοι από τους θάμνους; Είχαμε φτάσει ως τη μέση.

Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.