Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
— Ου, καϋμένε! πάψε πια τις σαχλαμάρες κι ανάγκασε. Δε βλέπεις που μας πήρε η νύχτα! — Σαχλαμάρες. ... σαχλαμάρες... μα τι οργή Θεού τούτος ο κόσμος! και την πιο φανερή αλήθεια τη σιχαίνεται!. .. Ο γέρο Μαλαματένιος σήκωσε πάλι στο νώμο τον αργαλειό και πήρε τον κατήφορο. Σήκωσε κ' η γριά του το μπόγο κι' άρχισε να κατεβαίνη τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτός — ξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκι — με τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι.
Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.
Κι' ενόμιζα πως έβλεπα ωραίας κόρης φάσμα από 'ψηλό παράθυρο να κατεβαίνη κάτω· δεν ήτο τίποτε, ψευδές της φαντασίας πλάσμα . . . ύπνον βαθύν η Βέρα μου ησύχως εκοιμάτο, Και να μην ξέρω ένα καν τραγούδι Ρωσσικό, να ξιππασθή 'στον ύπνο της με ήχους πατινάδας, και με αφρώδες ένδυμα να έβγη νυκτικό, καθώς εκείνας τας λευκάς των μύθων Ναϊάδας;
Έτσι μέσα στη νέα μου φαντασία που σχεδόν ποτέ δε γνώρισε την καταφρόνια και την ψωροπερηφάνια, που πήγαινε όλο και διψώντας θαυμασμούς και λατρείες, ο Βιζυηνός είχε αρχίσει να κατεβαίνη, να τρικλίζη, και να θολώνεται· το ευτύχημα είναι πως φρόντισε να αποκατασταθή στη συνείδησή μου, απλούστατα, με τις «Άρες, Μάρες, Κουκουνάρες». Είταν η συλλογή που βραβεύτηκε μιαν άλλη φορά στον ίδιο το διαγωνισμό, κάμποσα χρόνια ύστερα από το παρουσίασμα του «Κόδρου». Σ' αυτό τομεταξύ ο νέος ποιητής που είχε τύχη να του γίνη προστάτης ο πλούσιος ομογενής Ζαρίφης επεράτωσε στο Γυμνάσιο τη σπουδή και αναζητώντας πλατύτερο στάδιο προκοπής τράβηξε κατά τη Γερμανία για να σπουδάση τη φιλοσοφία στα σοφά της τα Πανεπιστήμια.
Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;
— Πατέρα μου, μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα. Σίντα λαλούν η πέρδικαις και χαιρετούν τον ήλιο. Τα πρόβατα 'ς της ρεμματιάς το πλάι σαλαγώντας Είδα την κόρη του Σταθά, την χαϊδεμμένη Ρήνα Ντυμένη 'ς τα μεταξωτά, ντυμένη 'ς το χρυσάφι, Να κατεβαίνη απ' το χωριό, να πάη κατά τ' αμπέλια. 'Στόν ήλιο αστράφταν τα φλουριά κ' έλαμπ' η ωμορφιά της.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μακάρι! ΔΟΡΑΝΤ Της έδωσα να νοιώση καλά και την αξία του δώρου και το μέγεθος του έρωτός σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η καλωσύνη σας, κύριε, με σκλαβώνει. Πάω να χάσω το νου μου που βλέπω έναν άνθρωπο της τάξεώς σας να κατεβαίνη προς χάριν μου και να κάνη εκείνο που κάνετε σεις για μένα.
Και όταν κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν