United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εντεύθεν και το δημώδες « επιάστηκε από το χαλκά του Καπετάν Αγγέλη. » Εν Σιβίστα κωμοπόλει του εν Αιτωλία δήμου Μακρυνίας διεσώθησαν οι πέντε πρώτοι στίχοι δημοτικού άσματος αναγομένου βεβαίως εις την ηρωικήν εκείνην εποχήν, εν ω μνημονεύονται τα ονόματα του Αγγέλη Σουμήλα και Χρήστου Βαλαωρίτου. Σαν τι μεγάλη καταχνιάτη Σίβιστατη ράχη.

Πω πω, τι μάχη γίνεται γύρω εις το δόλωμα και πώς ερρίχθηκαν όλοι εις το σύκον, ενώ άλλοι έχουν κολλήση επάνω εις το χρυσάφι. Αλλά επιάστηκε ένας εις το αγκίστρι από τους πλέον δυνατούς. Δεν μου λες εις ποίαν σχολήν ανήκεις; Αλλ' είμαι γελοίος να ζητώ από ένα ψάρι να μιλήση, αφού ξέρω ότι τα ψάρια είνε άφωνα. Αντ' αυτού λέγε συ, Έλεγχε, ποίον έχει διδάσκαλον. ΕΛΕΓΧ. Τον Χρύσιππον.

Συ δε, Ποσειδών, προστάτα των αλιέων και συ, καλή Αμφιτρίτη, οδηγήσατε εις το αγκιστρόν μου πολλούς ιχθύς. Α! βλέπω ένα μεγάλον λάβρακα ή μάλλον ένα χρύσοφρυν . ΕΛΕΓΧΟΣ. Όχι, είνε γαλέος• τρέχει προς το άγκιστρον με το στόμα ανοικτόν. Οσφραίνεται το χρυσάφι• πλησιάζει, ετσίμπησε, επιάστηκε• ανάσυρε. ΠΑΡΡ. Βοήθησε ολίγον και συ, Έλεγχε. Καλά, τον ανεβάσαμεν. Ας ίδωμεν τίνος είδους ψάρι είνε.

— Ο Θεός να μη σ' αξιώση, παιδάκι μου. Εγώ έπεσ' άρρωστη στο κρεββάτι, που το είδα, κ' επιάστηκε σαράντα μέραις η γλώσσα μου. — Και δε μου λες, θεια, υπέλαβεν ο ανεψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας ομήλικος σχεδόν με τον Φάλκον, — πού τον ηύραν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στην σάρρα, πώς δε γλυστρούσαν να πέσουν;

Ξαναναιβαίνει δέκα οργυιές, πηγαίνει κι’ άλλες τόσες, Όλο αναιβαίνει, προχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Περνάει τες σαράντα οργυιές, αδιάκοπα αναιβαίνει, Δεν τον φοβίζει ο κίντυνος, δεν τον νικάει ο φόβος, Αγκομαχάει, στέκεται, ξανακινάει πάλι, Και πάλι ματαπροχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Ματόνουνε τα χέρια του, τα πόδια του ματόνουν Και πάλι ματαστέκεται και πάλι αγκομαχάει... Γλυστράει και ξεσέρνεται ψηλά στους άγριους βράχους, Κι’ εκεί που ξεσερνόντανε και πήγαινε ίσια κάτω, Στην άχανη στην άβυσσο ν’ αφανιστή, να πάη, Επιάστηκε και στάθηκε κι’ άρχισε πάλι αγάλια Να ματασκαρφαλόνεται και να ματαναιβαίνη.... Ματαναιβαίνει, προχωρεί και ματαπάει, πάει Κι’ όλο ζυγόνει στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα.

Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτόςξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκιμε τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι.

Νάναιτο μνήμα μου κεροδοσά μου, Πρωτοπαλλήκαρατην ερημιά.» »Κ' όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσης Έβγατο Τρίκορφο γοργά, γοργά Να πης πως σ' έστειλα να πολεμήσης Πες χαιρετίσματατην κλεφτουριά.» »Εχτές επιάστηκε κ' εκεί τουφέκιτον ύπνο μου άκουσα το βογγητό Εγώ αποσβύστηκα κι' αστροπελέκι Λαμπέτη, μώμεινες εσύ στερνό

Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού.