United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόσμος σχοινίων πολυώνυμος, ξάρτια και παταράτσα και κάργα, κόσμος ιστίων, τρίγκοι και παπαφίγκοι και φλόκια και φλέσια, κόσμος εξαρτισμών και πλεγμάτων και τροχιακών και τρυμαλιών, καρχήσια πολύστομα και πλατύστομα, απλούνται επάνωθέν μου όλα συμπεφυρμένα εις τετράγωνα, εις κύκλους και ρόμβους και τρίγωνα, εις αναβαθμούς και αναρτήσεις κ' αιώρας, πέραν των οποίων σελαγίζουσιν αναρίθμητα άστρα, φωτόμορφοι αστερισμοί, αγύριστος κόσμος άλλου, μετεώρου πελάγους, με τα γαλακτώδη του Γαλαξίου νεφελώματα, ως πολυκαμπή οδόν των ψυχών και των πνευμάτων.

Είνε ακόμα ίδιες και απαράλλαχτες, όπως την ημέρα που επρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμηπλώρη· κ' έχουν τις αρματωσές τους βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Τα μάτια χωμένα μέσα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν άσπρα και άφωτα σαν σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο το μισό είχεν απομείνει. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά είχεν ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όκιο έχασκε πάντα σαν διψασμένος Τάνταλος! Στο θέαμα εκείνο είπαμε όλοι να παραιτήσουμε τον ανώφελον αγώνα. Μα η φιλοτιμία μάς εσυγκρατούσε.

Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστάτην πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός.

Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισετην πρύμνη, κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300

Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας.

Ο κερεστές του τεφαρίκι· τα ξάρτια του βασιλικά· τα καρφιά του μαλαματένια. Λες και χλιμιντράει σαν το άτι απάνω στα σκαριά. Καμαρωτό σαν κοπέλλα. Την ξέρεις την παραξενιά μου, καράβι δεν παίνεσα ως τα τώρα, που βγήκε από τα χέρια μου. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος δε βγαίνει μπροστά στην «Αθηνά», — Άκουσε, Γιαλή, είπε ο Μοναχάκης, μετρώντας στοχαστικά τις χάντρες του κομπολογιού του.

Έπινε σπίρτο εις έν παντοπωλείον της ναυτικής συνοικίας, προς το άκρον του χωρίου. Και ότι η σκούνα του δεμένη εις την Στένην, εις το Κατάστενον του Βοσπόρου, με σάπια ξάρτια και κουρελιασμένα πανιά, ξεβαμμένη, με ξεθωριασμένο το άσπρο μπουρδό της, ήτον κατασχεμένη ίσως. Αυτά διελογίζετο έως ου ξεδιπλώση την επιστολήν.