United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.

ΔΑΦΝΙΣ Τι θα κερδίση ο νικητής; τι στοίχημα θα βάλης; ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θα βάλω τη φλογέρα μου, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη, αυτή θα βάλω στοίχημα πούνε 'δικό μου πράμμα· ό,τ' είνε του πατέρα μου δεν το στοιχηματίζω. ΔΑΦΝΙΣ Ίδια φλογέρα έχω κ' εγώ, μ' εννιά φωνές φλογέρα, απ' άκρη ως άκρη ολόστρωτα μ' άσπρο κερί δεμένη. Τώρα κοντά την έκανα.

Αλλά η Ιζόλδη δεν τους επίστευε. Και σαν άλλη στρατισμένη, πότε καταριώτανε τους φονηάδες και πότε τον ίδιο τον εαυτό της. Κράτησε τον ένα σκλάβο κοντά της, ενώ ο άλλος έτρεξε στο δένδρο που ήτανε δεμένη η Βραγγίνα. — Ωραία, ο Θεός σε λυπήθηκε και να που η κυρία σου σε ξαναφωνάζει». Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην Ιζόλδη, η Βραγγίνα γοτάτισε, ζητώντας να της συγχωρήση τ' άδικά της.

Δεν είτανε βέβαια η ξένοιαστη ευτυχία με την τυφλή, αδοκίμαστη ακόμα αυτοεμπιστοσύνη της νιότης. Είταν κάτι περσότερο. Είταν εκείνη η ήσυχη αρμονία, που έρχεται μεταξύ δυο ανθρώπων, που υποφέρανε μαζί και νικήσανε, μια ευτυχία, που τίποτε δεν μπορεί να τη θολώση και να τη σβήση, γιατί είναι δεμένη άλυτα μαζί με το πιο τρίσβαθο είναι δυο ανθρώπων.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω.

Οι δύο εβάσταγαν τις άκρες της θηλιάς, που είχαν σε ένα μακρύ χοντρό σκοινί δεμένη. Ο ένας τη μια άκρη το σκοινί, ακουμπημένο σίγουρα στης μιανής ελιάς τη ρίζα. Ο άλλος την άλλη άκρη το σκοινί, στης αλληνής ελιάς τη ρίζα ακουμπημένο. Η θηλιά έπεφτε στη μέση χάμου, καταμεσίς στο μονοπάτι. Ο τρίτος με τη βαριά στα χέρια.

Ένοιωσα πως τώρα χρειαζότανε την πίστη της, πως τη χρειάστηκε πάντα, πως η πίστη αυτή είτανε τόσο βαθιά δεμένη με το βαθήτερο είναι της και πως ίσως θα είχε υποφέρει λιγότερο, αν δεν της κλονιζότανε ποτέ η πίστη αυτή. Το ίδιο ήξερα και γω πως δεν έχασα ποτέ ολότελα την πίστη προς κάποια συνέχεια μετά το θάνατο. Προσπάθησα βέβαια να κάμω με τη λογική τη σκέψη αυτή αδύνατη μπροστά στα μάτια μου.

Μένω σα να πούμε καρτερώντας με αγωνία πως μια μέρα θα μπορέσω να φωτιστώ για ό,τι δε γνωρίζω. Και μ' αυτό βλασταίνει μέσα μου μια σκέψη, που ρίζωσε τη στιγμή που γνώριζα πως θα πεθάνη το παιδί μου. Εννοώ πως ό,τι κι αν είναι αυτό, πραγματικότητα είτε φαντασία, μια μέρα θα μου πάρη τη γυναίκα μου. Είναι τόσο στενά δεμένη με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτή.

Έπινε σπίρτο εις έν παντοπωλείον της ναυτικής συνοικίας, προς το άκρον του χωρίου. Και ότι η σκούνα του δεμένη εις την Στένην, εις το Κατάστενον του Βοσπόρου, με σάπια ξάρτια και κουρελιασμένα πανιά, ξεβαμμένη, με ξεθωριασμένο το άσπρο μπουρδό της, ήτον κατασχεμένη ίσως. Αυτά διελογίζετο έως ου ξεδιπλώση την επιστολήν.