United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στο λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει τουλόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυταίς είνε μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν' αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είνε άπηχτος ακόμη.

Όσο που εκουραζόταν από το πολύ το δάρσιμο κ' επαράδινε το σκοινί στους στρατιώτες. Κι αν τύχαινε και κανένας δύστυχος, πνιγμένος μες το περισσό δίκιο του, να βρη μες την απελπισία την τόλμη να πη και κάνα λόγον παραπανιστό, «από το Θεό να τόβρης», «Θεός είνε κι ας σε κρίνη», ξερωγωτί· αφτός λυσσασμένος τόρα πιο πολύ, τον αλάτιζε πρώτα καλά με το σκοινί.

Ο Άγιος Δημήτριος, με μαύρο χιτωνίσκο ίσαμε τα γόνατα, δεμένο στη μέση με σκοινί, έχει τα χέρια πιασμένα με αλυσσίδα σιδερένια, που του αφίνει ελεύθερη κάθε χειρονομία. Ξυπόλητος. Τα μαλλιά του ακατάστατα και το πρόσωπό του άσπρο σαν το σουδάριο. Είναι γονατισμένος κι' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στον τοίχο.

Μα μπαινόβγαινε κι απ'την καλή την κάμαρη, που ήτον ισόγεια σχεδόν μ' ένα-δυο σκαλοπάτια ξύλινα Αχ, πάλι σκαλοπάτια ! λες βάλθηκαν κι αυτά να την κουράζουν ακόμα περισσότερο, πότε για να τινάξη κάτι προσκεφαλάδες με μεγάλες μάρκες που τις είχε κεντημένα η ίδια ανεβατό, πότε για να ξεσκονίση τα χαρτένια λουλούδια πούχε σε δυο φαρφουριά πάνω στην εταζέρα ή για ναπλώση ένα-δυο ρουχαλάκια πούχε κάνει σαπουνιστά στη λεκάνη και που γαλάζωναν απ’ το λουλάκι απάνω στο σκοινί• κ' έσκυβε και σφουγγάριζε τα νερά πούχανε στάξει απ’ τα ρούχα στα σκαλιά και στις πλάκες μπρος την πόρτα κ’ έπειτα πήγαινε ναπλώση και το σφουγγαρόπαννο πιο πέρα από τα ρούχα στο ίδιο το σκοινί, που ήτανε δεμένο απ' το στρόφιγγα της πόρτας σε μια μικρή ζαλισμένη μυγδαλίτσα-γιατί δεν έφθανε ως τη μάντρα πέρα. . και κάθε φορά πούρριχνε κάτι απάνω στο σκοινί, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα- που δεν είχε ακόμα ανθίσει-λύγιζε ίσαμε κάτω και τιναζόταν πάλι απάνω, απ’ του σκοινιού το τράβηγμα, με τα γυμνά κλαριά της σηκωμένα σα χέρια στον αέρα.

Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους.

Έπεφταν με δεμένα πίσωθε τα χέρια μπρος στα πόδια του· έσκαφταν με τη μούρη τους τα χώματα· έκλαιγαν, ετάραζαν, σπαραχτικά εθρηνούσαν·Ήμαρτον! κυρ-λοχία! Έλεος! του εφώναζαν· κ' εκείνος μανιακός, λες κ' έπαιρνε νέα δύναμη από τα κλάματά τους, λυσσασμένος, ακράτητος, ανέμιζε το σκοινί ψηλά, το εκατέβαζε, τανεβοκατέβαζε, κ' επελέκαγε, επελέκαγε αλύπητα, ακατάπαφτα, σκληρά, σωστό ανήμερο θεριό.

Κ' ίσως η ψυχική θα είταν η μεγαλήτερη. Ας τα πούμε πάλι πίνοντας τον καφέ μας απ' έξω απ' αυτό τ' Αττικό ζαχαράδικο. . . . Είναι τώρα ως εκατό χρόνια που τραβάει ο δασκαλισμός από τη μια, κ' η αλήθεια από την άλλη. Κι αν είτανε μονάχα να διδάσκεται ο δασκαλισμός στα Σκολειά, το σκοινί θάσπανε τώρα και πολύν καιρό.

Κάποιος όμως από τους χωριάτες, που χρειαζότανε σκοινί για να τραβήξη μια πέτρα, που μ' αυτή θα έλιονε τα πατημένα αποτρυγήδια, επειδή του είχε κοπή το προτητερινό του, αφού πήγε κρυφά στη θάλασσα και σίμωσε το αφύλαχτο καΐκι, έλυσε το παλαμάρι, τόφερε σπίτι του και το μεταχειρίστηκε σ' ό,τι του χρειαζότανε.

Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Και αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. ΜΥΘΟΣ ις'. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώρα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι Ενα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχ' αποθέσει. Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.