Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη.
Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους.
Και καθώς φουσκωμένο ποτάμι συνεπαίρνει και κατεβάζει στους αγρούς από γέρικα βουνά και δάση πολύτιμο υλικό, και δυναμώνει τη γης και της φέρνει νέα βλάστηση και νέο καρπό, έτσι κ' οι δικές μας οι παραζάλες, από τους Μακεδόνους και κάτω, κατεβάσανε στην Ανατολή ταπομεινάρια της Ελληνικής ζωής, κ' έρριξαν εκεί παχύ καταπάτι για το δέντρο που μόλις φύτρωσε, κι άρχισε να θεριεύη και ν' απλώνη παντού τα σωτήρια κλωνιά του.
Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο, που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο· φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει 90 κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων· έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους, μηδέ κανείς του αντίστεκε κιας είταν τόσο πλήθος.
Κι αν θέλη ο θεός τα λόγια μου να βγούνε αλήθεια. ΧΟΡΟΣ Περνάει τα σωθικά μου ο φόβος κι ορθές σηκώνουνταί μου οι τρίχες ακούοντας τα παχιά τα λόγια από το φουσκωμένο στόμα ανθρώπων ασεβών, π’ άμποτ΄εδώ από τους θεούς τέλος κακό να βρουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Ο έκτος που θα πω είν’ άνθρωπος με γνώση κι αντρεία ξεχωριστή, ο Αμφιάραος μάντης.
Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσει.» Τότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.
Παρέκει άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό, φουσκωμένο, ακράτητο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με τη φαρέτρα του γεμάτη από φαρμακερά βέλη, με την ψυχή μεστωμένη από πύρινο θυμό, ανυπόμονος να κάμη και να δείξη, θέλοντας να σκορπίση σκόνη τον εχθρό του.
Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.
Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια — 400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκια — μες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν