United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρέων, ω άναξ, και του Μενοικέως βλαστάρι ποιος ο χρησμός του θεού που μας κομίζεις; ΚΡΕΩΝ Καλός. Γιατί αν νικήσωμε τις δυσκολίες όλα σε καλό θά ’βγουνε, πιστεύω, Οιδίπου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά ποιος ο χρησμός; γιατί όλ’ αυτά τα λόγια, ούτε και με φοβίζουνε, ούτ’ ενθαρρύνουν. ΚΡΕΩΝ Αν θέλης να σ’ τον πω μπροστά τους, πε μου, πρόθυμος είμαι. Στο παλάτι αλλοιώς ας έμπουμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγε τον φανερά.

Και τότες δεν είταν Αρειανισμός ή Ορθοδοξία, παρά ζωή ή θάνατος. Αποφασίζουνε λοιπόν κ' οι δυο τους να βγούνε στον ιερό τον αγώνα, κι' όχι απλοί στρατιώτες, μόνο αρχηγοί. Ανεβαίνοντας από βαθμό σε βαθμό ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ιερέας από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Σύγκαιρα χεροτονιέται κι ο στενός του φίλος από τον πατέρα του, τον Επίσκοπο της Ναζιανζός.

Για να καταλάβη ο κόσμος πως είναι παιδιά των Ελλήνων και που μπορούν και κείνοι να βγούνε με τους αρχαίους, τους έφτανε να δείξουν την Ακρόπολη και να πουν· «Είναι δική μας· χύσαμε το αίμα μας για να γίνη ακόμη πιο περίφημη». Στην Ανατολή όμως έμεινε η καθαρέβουσα.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς: — Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!

Και με το δίκιο της η κακόμοιρη, που την καταχώνιασε κι αυτήν ο απόνετος ο κόσμος μες στην καταβόθρα της ατιμίας, μαζί με τόσες και τόσες άλλες, δίχως να φταίγη, δίχως μήτε να τονειρεύεται! Είτανε να τονε λυπάσαα τον κακότυχο το Μιχάλη. Πήγε κι αντάμωσε πρώτα τον Πανάγο στα δέντρα του. Του λέει να περάση στις έντεκα ώρες το βράδυ από το σπίτι του και να βγούνε στους λαγούς.

Μα δεν ταιριάζουν οδυρμοί μηδέ και θρήνοι μήπως και πιο ανυπόφορους γόους γεννήσουν, τώρα γι’ αυτόν, που τόσο αξίζει τ’ όνομά του, γρήγορα θε να μάθομε πώς θα του βγούνε τα εμβλήματά του κι αν θε να τον φέρουν πίσω τα χρυσά γράμματα που στην ασπίδα επάνω με της ψυχής του ξεφρενιάζουνε τη λύσσα.

Τόσα μάγια κάνω εγώ των ανθρώπων: μπαίνω στις κάμαρες τους και τους φιλώ τα μάτια, πέφτω μες τις στέρνες τους και ξαπλώνομαι στα δρομάκια των περβολιών τους και σκαρφαλώνω μάντρες και γέρνω απάνω στις οξώπορτές τους και ξενυχτώ στα σκαλοπάτια : μόνο και μόνο για να βγούνε να με ιδούν· μ’ αυτοί μ' αφήνουν ολομόναχο απάνω στο βουνό μου.

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!

Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. Αντρίκιες φωνές και γέλοια.